Γιάννης Στουρνάρας: εξακολουθούν να υπάρχουν κίνδυνοι για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας

Ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας κατά 1,7% του ΑΕΠ το 2017, 2,4% το 2018 και 2,7% το 2019 προβλέπει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας.

Σε ομιλία του σε εκδήλωση της Credit Suisse, ο κεντρικός τραπεζίτης μίλησε για κίνδυνο μη επίτευξης των παραπάνω επιδόσεων εάν υπάρξει καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης του προγράμματος.

«Κάτι τέτοιο πρέπει να αποφευχθεί, καθώς θα τροφοδοτούσε ένα νέο κύκλο αβεβαιότητας, η οποία θα οδηγούσε στην αναστολή των επενδυτικών σχεδίων, θα καθυστερούσε την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου και θα δυσχέραινε την επάνοδο σε κανονικές χρηματοπιστωτικές συνθήκες» τόνισε ο κ. Στουρνάρας.

Μιλώντας για τις προοπτικές της οικονομίας, επεσήμανε ότι η κατανάλωση αναμένεται να σημειώσει συγκρατημένη ανάκαμψη, ωθούμενη κυρίως από την ανοδική τάση της απασχόλησης, που ανακάμπτει ταχύτερα από ό,τι το προϊόν, χάρη στις προηγηθείσες μεταρρυθμίσεις και στην εφαρμογή ενεργητικών προγραμμάτων στην αγορά εργασίας.

«Οι επενδύσεις προβλέπεται να αυξηθούν καθώς θα αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη και θα βελτιώνονται οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες. Οι εξαγωγές αναμένεται να συνεχίσουν τη θετική τους πορεία, επωφελούμενες όχι μόνο από τις ευνοϊκές προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά και από τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους που έχει ήδη επιτευχθεί» πρόσθεσε ο διοικητής της ΤτΕ.

Όπως είπε, οι προβλέψεις αυτές βασίζονται στην παραδοχή ότι το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και αποκρατικοποιήσεων θα υλοποιηθεί ομαλά και σύμφωνα με το καθορισμένο χρονοδιάγραμμα.

Σύμφωνα με τον ίδιο, παρά τις θετικές ενδείξεις που καταγράφονται σήμερα και την πρόοδο που έχει επιτευχθεί, εξακολουθούν να υπάρχουν κίνδυνοι για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.

Αν αυτοί οι κίνδυνοι επαληθευτούν, «η οικονομική ανάκαμψη και η επιστροφή στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές θα αποδειχθούν βραχύβιες» συμπλήρωσε ο κ. Στουρνάρας.

Εξάλλου, πρόσθεσε ότι «υπάρχουν σημαντικοί εξωτερικοί κίνδυνοι που συνδέονται με την ανατίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ και την πιθανότητα επιβράδυνσης της οικονομικής ανάπτυξης στη ζώνη του ευρώ. Υφίστανται επίσης σημαντικοί γεωπολιτικοί κίνδυνοι που θα μπορούσαν να αυξήσουν την απροθυμία των διεθνών επενδυτών να αναλάβουν κινδύνους, καθώς και να προκαλέσουν όξυνση της προσφυγικής κρίσης».

Ωστόσο, υπογράμμισε ότι «εκτός από τους παραπάνω κινδύνους, υπάρχουν όμως και θετικές ευκαιρίες, που σχετίζονται με την ένταξη των τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (QE), η οποία θα βελτιώσει τη ρευστότητα και την εμπιστοσύνη και θα διαμορφώσει ευνοϊκότερες οικονομικές προοπτικές από ό,τι προβλέπεται επί του παρόντος.

Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, πέρα από τους παραπάνω κινδύνους για την ανάκαμψη της οικονομίας, υπάρχουν και ορισμένες μεσομακροπρόθεσμες προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν προκειμένου να ισχυροποιηθούν οι θετικές προοπτικές. Ειδικότερα:

· Η μακροχρόνια ανεργία, η οποία παραμένει υψηλή, αυξάνει τον κίνδυνο διάβρωσης του ανθρώπινου κεφαλαίου , με αρνητικές συνέπειες για τη μακροπρόθεσμη δυνητική ανάπτυξη. Η δυνητική ανάπτυξη επηρεάζεται επίσης δυσμενώς από τη φυγή νέων επιστημόνων στο εξωτερικό. Επιπλέον, η επίμονη ανεργία έχει αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία και στην ποιότητα ζωής, υπονομεύοντας την εμπιστοσύνη στους θεσμούς και θέτοντας σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή.

· Παρά την έως τώρα πρόοδο, οι τράπεζες εξακολουθούν να επιβαρύνονται με τη διαχείριση του μεγάλου αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων και αδυνατούν να στηρίξουν επαρκώς την οικονομική δραστηριότητα με πιστώσεις στον ιδιωτικό τομέα.
· Οι επενδύσεις παραμένουν σε πολύ χαμηλά επίπεδα, και αυτό δεν οφείλεται μόνο σε καθυστερήσεις των πληρωμών από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και την έλλειψη τραπεζικού δανεισμού, αλλά και στο γεγονός ότι το επιχειρηματικό περιβάλλον στη χώρα μας δεν θεωρείται ακόμη αρκετά φιλικό προς τις ιδιωτικές επενδύσεις.

· Ο λόγος χρέους της γενικής κυβέρνησης προς το ΑΕΠ έχει ανέλθει σε μη διατηρήσιμα επίπεδα. Αυτό σημαίνει ότι για πολλά χρόνια στο μέλλον ένα σημαντικό μέρος των δημόσιων πόρων θα πρέπει να κατευθύνεται προς την εξυπηρέτηση δανειακών υποχρεώσεων. Αυτό μπορεί να καταστεί δυνατόν είτε με τη συμπίεση των δαπανών και τον περιορισμό του μεγέθους του δημόσιου τομέα είτε με την αύξηση των εσόδων. Ωστόσο, η αύξηση των εσόδων μέσω της διατήρησης των υφιστάμενων υψηλών φορολογικών συντελεστών αποτελεί τροχοπέδη για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές αποτελούν αντικίνητρο για την ανάληψη επενδυτικών πρωτοβουλιών, επειδή οι επιχειρήσεις γνωρίζουν ότι σε μόνιμη βάση ένα σημαντικό μέρος των μελλοντικών κερδών τους θα πρέπει να διατίθεται στην εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους. Εξάλλου, οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές αποτελούν αντικίνητρο στην εργασία, ενώ τόσο στις περιπτώσεις των επιχειρήσεων όσο και των νοικοκυριών δημιουργούν κίνητρα για φοροδιαφυγή. Ακόμη περισσότερο, τα υψηλά επίπεδα φόρων και ασφαλιστικών εισφορών ωθούν τις επιχειρήσεις να μεταφέρουν την έδρα των δραστηριοτήτων τους σε χώρες με ευνοϊκότερο φορολογικό καθεστώς.

· Παρά τη σημαντική πρόοδο σε διάφορους τομείς, με βάση ορισμένους ποιοτικούς δείκτες που αντανακλούν το επιχειρηματικό περιβάλλον η Ελλάδα εξακολουθεί να κατατάσσεται χαμηλά σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Για παράδειγμα, σύμφωνα με το δείκτη παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας του World Economic Forum (WEF), η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδος επιδεινώθηκε ελαφρά το 2017-2018. Στα κυριότερα εμπόδια για την επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα το WEF συγκαταλέγει την υψηλή φορολογία και το όλο φορολογικό πλαίσιο, τη γραφειοκρατία, την αστάθεια πολιτικής και την κυβερνητική αστάθεια, την περιορισμένη πρόσβαση σε χρηματοδότηση και τη διαφθορά. Οι αρχές πρέπει να συνεχίσουν να δίνουν έμφαση στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας πέρα από την ανταγωνιστικότητα τιμών και της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα.

Σχετικά Άρθρα