ΙΟΒΕ: Εκπαίδευση στην Ελλάδα: Κρίση και εξέλιξη της δημόσιας και ιδιωτικής δαπάνης

Τα σημαντικότερα ευρήματα και συμπεράσματα της μελέτης

 
Τις επιπτώσεις της κρίσης στην Εκπαίδευση διερευνά η νέα μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) με τίτλο «Εκπαίδευση στην Ελλάδα: Κρίση και εξέλιξη της δημόσιας και ιδιωτικής δαπάνης».

Η μελέτη εξετάζει την εξέλιξη και τις επιπτώσεις της κρίσης στη δημόσια και ιδιωτική δαπάνη εκπαίδευσης στο διάστημα 2000-2016.

Όπως προκύπτει από τη μελέτη του ΙΟΒΕ, ύστερα από μια περίοδο ισχυρής επέκτασης της δημόσιας εκπαιδευτικής δαπάνης, υπήρξαν μετά το ξέσπασμα της κρίσης σημαντικές περικοπές, με αποτέλεσμα η συνολική δημόσια εκπαιδευτική δαπάνη, σε πραγματικές τιμές, να επανέλθει το 2016 στο επίπεδο των αρχών της δεκαετίας του 2000 ως ποσοστό του ΑΕΠ και ως ποσοστό της συνολικής δαπάνης της Γενικής Κυβέρνησης.

Συγκεκριμένα, η συνολική εκπαιδευτική δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ κυμάνθηκε (2000-2016) μεταξύ 3,5%-4,6%, καταγράφοντας αύξουσα πορεία από το 2007 ως το 2013, όταν προσέγγισε το 4,6%, ενώ μειώθηκε το 2014-2016 στο 4,3%. Την περίοδο πριν από την κρίση (2001-2009), η συνολική δαπάνη εκπαίδευσης αυξήθηκε, με ρυθμό μικρότερο από την αύξηση του ΑΕΠ της ίδιας περιόδου, καθώς η σωρευτική αύξηση της εκπαιδευτικής δαπάνης ανήλθε σε 15% ενώ η μεγέθυνση του ΑΕΠ ήταν 20,9%. Μετά την έναρξη της κρίσης, η συνολική μείωση των εκπαιδευτικών δαπανών ήταν σωρευτικά μικρότερη από τη μείωση του ΑΕΠ (-7% έναντι -18,3% μεταξύ 2010-2016). Η συνολική εκπαιδευτική δαπάνη, ως ποσοστό της συνολικής δαπάνης της Γενικής Κυβέρνησης μεταξύ 2000-2016, κυμάνθηκε από 7,4% (το 2008 και το 2013) έως 9,2% (το 2005). Το 2016, το ποσοστό αυτό ανήλθε σε 8,6%, στο ύψος δηλαδή που βρισκόταν το 2004.

Παράλληλα, στη διάρκεια της κρίσης σημειώθηκε σημαντική μετατόπιση της δημόσιας δαπάνης από – κυρίως – τη δευτεροβάθμια προς την πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Επιπλέον, μεταβλήθηκε η σύνθεση της δημόσιας εκπαιδευτικής δαπάνης, καθώς σημειώθηκε αύξηση του μεριδίου της αποζημίωσης εργαζομένων στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, σε βάρος των άλλων κατηγοριών δαπάνης (λειτουργικών δαπανών, υποδομών κλπ).

Αναλυτικότερα, το μερίδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης μειώθηκε από 38% το 2008 σε 30% το 2016, ενώ της πρωτοβάθμιας και προσχολικής αυξήθηκε, ιδιαίτερα σε σχέση με την αρχή της περιόδου 2000-2016.

Η αποζημίωση των εργαζομένων στην εκπαίδευση (2000-2016) αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής εκπαιδευτικής δαπάνης, καταγράφοντας το μεγαλύτερο μερίδιο (83%) το 2008, στο τέλος δηλαδή της περιόδου δημοσιονομικής επέκτασης, πριν την έναρξη της κρίσης. Για το σύνολο της εκπαιδευτικής δαπάνης, η δαπάνη για σχολικά κτήρια, υποδομές, κ.α., αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη κατηγορία εκπαιδευτικής δαπάνης που έλαβε τις μεγαλύτερες τιμές της στην αρχή (πάνω από το 15% το 2000-2005) και το τέλος (11-12% το 2013-2016) της υπό εξέτασης περιόδου.

Η συνολική δημόσια εκπαιδευτική δαπάνη στην Ελλάδα, συγκριτικά με τις άλλες χώρες, ως ποσοστό του ΑΕΠ και της συνολικής δαπάνης της Γενικής Κυβέρνησης, υστερεί διαχρονικά έναντι των χωρών της Ευρώπης, ακόμα και χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά την  τριτοβάθμια εκπαίδευση η δαπάνη στην Ελλάδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, κινείται στο μέσο όρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης.

Η συνολική εκπαιδευτική δαπάνη στην Ελλάδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά την περίοδο 2000-2016, κυμάνθηκε μεταξύ 3,6%-4,6% και υπολείπεται διαχρονικά του μέσου όρου της δαπάνης των χωρών της ΕΕ (από 4,7% έως 5,3%) και της Ευρωζώνης (από 4,6% έως 5%) την ίδια περίοδο.

Τα τελευταία χρόνια, μετά και τη μεγάλη μείωση του ΑΕΠ στη διάρκεια της κρίσης και τη σχετικά μικρότερη μείωση της εκπαιδευτικής δαπάνης, η συνολική δημόσια εκπαιδευτική δαπάνη στην Ελλάδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ (από 4,6% το 2013 έως 4,3% το 2016) είναι μεγαλύτερη από εκείνη χωρών της Νότιας Ευρώπης, όπως της Ισπανίας (με 4,4% το 2010 και 4% το 2016) και της Ιταλίας (4,4% το 2010 έως 3,9% το 2016), και βρίσκεται στο ίδιο περίπου επίπεδο με εκείνη της Γερμανίας (4,4% το 2010 έως 4,2% το 2016). Είναι όμως μικρότερη χωρών της πρώην Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, όπως της Εσθονίας (5,9%), της Λετονίας (5,5%), της Λιθουανίας (5,2%), της Ουγγαρίας (4,9%), της Πολωνίας (5%), της Κροατίας (4,8), της Σλοβενίας (5,6%), και των Σκανδιναβικών χωρών.

Η δαπάνη για την εκπαίδευση στη χώρα μας, συγκριτικά με τις άλλες χώρες της ΕΕ, κατανέμεται περισσότερο στην τριτοβάθμια και την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, και λιγότερο στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ενώ ταυτόχρονα είναι πολύ περισσότερο συγκεντρωμένη στο Κεντρικό Κράτος, έναντι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Το ποσοστό της δαπάνης για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση με 1,4% του ΑΕΠ (το 2016) βρίσκεται κοντά στον μέσο όρο της αντίστοιχης δαπάνης στην ΕΕ 1,5% και στον μέσο όρο της Ευρωζώνης (1,4%). Το ποσοστό της δαπάνης για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση με 1,3% του ΑΕΠ (2016) βρίσκεται αρκετά χαμηλότερα από τον αντίστοιχο μέσο όρο τόσο της ΕΕ (1,9%), όσο και της Ευρωζώνης (2%). Το ποσοστό της δαπάνης για την τριτοβάθμια εκπαίδευση με 0,8% του ΑΕΠ (2016) βρίσκεται λίγο πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ (0,7%) και της Ευρωζώνης (0,7%).

Σύμφωνα με τη μελέτη, το 0,3% (από το συνολικά 4,3%) του ΑΕΠ που δαπανά η Τοπική Αυτοδιοίκηση στην Ελλάδα αποτελεί ένα από τα μικρότερα ποσοστά χρηματοδότησης της εκπαίδευσης  στις χώρες της ΕΕ (1,8% του συνολικού 4,7% του ΑΕΠ) και της Ευρωζώνης (1,4% του συνολικού 4,6% του ΑΕΠ).

Όπως προκύπτει από τη μελέτη, η επίπτωση της κρίσης στην ιδιωτική δαπάνη για εκπαίδευση ήταν αναλογικά μεγαλύτερη από τη δημόσια δαπάνη.

Η ιδιωτική δαπάνη των νοικοκυριών για την εκπαίδευση (σε πραγματικές τιμές) έχει μειωθεί κατακόρυφα από το 2009 και μετά, ακολουθώντας σε γενικές γραμμές την εξέλιξη της συνολικής ιδιωτικής δαπάνης, ύστερα από μια περίοδο σημαντικής αύξησης της (από €2,8 δις το 2004 σε €3,3 δις το 2009 και €2,1 δις το 2016). Ως αποτέλεσμα των αυξομειώσεων που σημειώθηκαν πριν και μετά την έναρξη της κρίσης, η ιδιωτική δαπάνη από 26% της συνολικής (δημόσιας και ιδιωτικής) δαπάνης το 2008 μειώθηκε σε 20% το 2016, καθώς η ιδιωτική δαπάνη μειώθηκε περισσότερο από τη δημόσια. Η ιδιωτική δαπάνη στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι διαχρονικά η σχετικά μεγαλύτερη. Στη διάρκεια όμως της κρίσης, μειώθηκε το μερίδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (από 55% το 2008 σε 49% το 2016) της πρωτοβάθμιας (από 19% το 2008 σε 17% το 2016) και της προσχολικής εκπαίδευσης (από 8% το 2010  σε 5% το 2016), ενώ  αυξήθηκε το μερίδιο της ιδιωτικής δαπάνης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (από 4% σε 9%).

Πέρα από τη δημοσιονομική προσαρμογή, η κρίση έχει μεταβάλει τα δημογραφικά δεδομένα της χώρας και του εκπαιδευτικού συστήματος. Προβλέπεται σταδιακά, τα προσεχή χρόνια, μεγάλη μείωση του μαθητικού πληθυσμού, που σωρευτικά μπορεί να υπερβεί το 30%. Η εξέλιξη αυτή θα μεταβάλλει τα χαρακτηριστικά της δημόσιας δαπάνης, αυξάνοντας τη δαπάνη ανά μαθητή, εκπαιδευτικό και σχολική μονάδα (έως και 37%), ενώ θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στην ιδιωτική και τη συνολική εκπαιδευτική δαπάνη (μείωση έως 27%).

 
Οι μεγάλες προκλήσεις για την εκπαίδευση στην Ελλάδα:

Αναφορικά με τις προκλήσεις για την εκπαίδευση στην Ελλάδα, η μελέτη τονίζει την ανάγκη για χάραξη εθνικής στρατηγικής για την ανεύρεση πρόσθετων πόρων για την αύξηση της χρηματοδότησής της τα προσεχή χρόνια, την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων με στόχο τη βελτίωση της απόδοσης και της αποτελεσματικότητας της σημερινής δημόσιας δαπάνης, και την αναδιάρθρωσή της με ανακατανομή μεταξύ εκπαιδευτικών βαθμίδων και μεταξύ κατηγοριών δαπάνης (αποζημιώσεις εργαζομένων, υποδομές, λειτουργικές δαπάνες, κοινωνικές παροχές).

Η μελέτη επισημαίνει, τέλος, τη δυνατότητα μετατροπής των δημογραφικών επιπτώσεων στη δαπάνη εκπαίδευσης σε ευκαιρία «εκπαιδευτικής αναγέννησης» τα προσεχή χρόνια, καθώς διευρύνονται οι «βαθμοί ελευθερίας» στη διαχείρισή της δαπάνης.

 
Τα σημαντικότερα ευρήματα και συμπεράσματα της μελέτης συνοψίζονται στα εξής:

 
Κρίση και δημόσια εκπαιδευτική δαπάνη

Από την επέκταση στις περικοπές και «επιστροφή» στις αρχές της δεκαετίας του 2000

Ύστερα από μια περίοδο σημαντικής αύξησης μεταξύ 2000-2009 (σε πραγματικές τιμές από €8,2 το 2000 σε €9,2 δις το 2009 και σωρευτική αύξηση 15%), η συνολική δημόσια εκπαιδευτική δαπάνη μειώθηκε κατά 7%, με αποτέλεσμα να επανέλθει το 2016 (με €8,5 δις σε πραγματικές τιμές) στο ύψος της δαπάνης του 2003.

 
Μικρότερη μείωση της  εκπαιδευτικής δαπάνης σε σχέση με τη μείωση του ΑΕΠ και της συνολικής δαπάνης

Η συνολική εκπαιδευτική δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ κυμάνθηκε (2000-2016) μεταξύ 3,5%-4,6%, καταγράφοντας αύξουσα πορεία από το 2007 ως το 2013, όταν προσέγγισε το 4,6%, ενώ μειώθηκε το 2014-2016 στο 4,3%.

Την περίοδο πριν από την κρίση (2001-2009), η συνολική δαπάνη εκπαίδευσης αυξήθηκε, με ρυθμό μικρότερο από την αύξηση του ΑΕΠ της ίδιας περιόδου, καθώς η σωρευτική αύξηση της εκπαιδευτικής δαπάνης ανήλθε σε  15% ενώ η μεγέθυνση του ΑΕΠ ήταν 20, 9%. Μετά την έναρξη της κρίσης, η συνολική μείωση των εκπαιδευτικών δαπανών ήταν σωρευτικά μικρότερη από τη μείωση του ΑΕΠ (-7% έναντι -18,3% μεταξύ 2010-2016).

Η συνολική εκπαιδευτική δαπάνη, ως ποσοστό της συνολικής δαπάνης της Γενικής Κυβέρνησης μεταξύ 2000-2016, κυμάνθηκε από 7,4% (το 2008 και το 2013) ως 9,2% (το 2005). Το 2016 το ποσοστό αυτό ανήλθε σε 8,6%, στο ύψος δηλαδή που βρισκόταν το 2004.

Πριν από την κρίση, η αύξηση της συνολικής εκπαιδευτικής δαπάνης ήταν μικρότερη από την αύξηση της συνολικής δαπάνης της Γενικής Κυβέρνησης (15% έναντι 21,4% μεταξύ 2001-2009). Η μείωση της εκπαιδευτικής δαπάνης (κατά 7%) στη διάρκεια της κρίσης (2010-2016) ήταν μικρότερη από τη μείωση (κατά 15,7%) της συνολικής δαπάνης της Γενικής Κυβέρνησης.

 
Μεγάλη έμφαση της εκπαιδευτικής δαπάνης στην αποζημίωση εργαζομένων

Η αποζημίωση των εργαζομένων στην εκπαίδευση (2000-2016) αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής εκπαιδευτικής δαπάνης, καταγράφοντας το μεγαλύτερο μερίδιο (83%) το 2008, στο τέλος δηλαδή της περιόδου δημοσιονομικής επέκτασης, πριν την έναρξη της κρίσης. Ειδικότερα, την περίοδο πριν από την κρίση (2001-2009), η σωρευτική αύξηση της αποζημίωσης εργαζομένων στην εκπαίδευση ανήλθε στο 23,3% (έναντι 15% αύξησης της συνολικής εκπαιδευτικής δαπάνης).

Για το σύνολο της εκπαιδευτικής δαπάνης, η δαπάνη για «Ακαθάριστο σχηματισμό κεφαλαίου» (δηλ. σχολικά κτήρια, υποδομές, κ.α.) αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη κατηγορία εκπαιδευτικής δαπάνης που έλαβε τις μεγαλύτερες τιμές της στην αρχή (πάνω από το 15% το 2000-2005) και το τέλος (11-12% το 2013-2016) της υπό εξέτασης περιόδου.

Μεταξύ 2000-2004 η αύξηση της εκπαιδευτικής δαπάνης συνοδεύτηκε από αύξηση της δαπάνης για εκπαιδευτικές υποδομές, ενώ μεταξύ 2005-2009 για αποζημίωση εργαζομένων στην εκπαίδευση (προσλήψεις προσωπικού και μισθολογικές αυξήσεις).

Στη διάρκεια της κρίσης (2010-2016), το μερίδιο της αποζημίωσης εργαζομένων αυξήθηκε ακόμη περισσότερο στην δαπάνη πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευση, ενώ μειώθηκε στην τριτοβάθμια.

 
Σημαντικό βάρος της εκπαίδευσης στην αποζημίωση εργαζομένων στο σύνολο του δημόσιου τομέα

Η αύξηση της αποζημίωσης εργαζομένων στην εκπαίδευση  την περίοδο πριν από την κρίση (2001-2009) ήταν μικρότερη από την αύξηση της αποζημίωσης εργαζομένων στο σύνολο της Γενικής Κυβέρνησης (23,3% έναντι 29,2%).

Η δαπάνη για αποζημίωση εργαζομένων στην εκπαίδευση, που αποτελεί διαχρονικά την κύρια κατηγορία δαπάνης της εκπαίδευσης, κυμάνθηκε μεταξύ 25% και 30% της αποζημίωσης εργαζομένων του συνόλου της Γενικής Κυβέρνησης, πριν και μετά την έναρξη της κρίσης.

 
Μετατόπιση της δημόσιας δαπάνης από τη δευτεροβάθμια στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση στη διάρκεια της κρίσης

Εξετάζοντας την κατανομή της συνολικής εκπαιδευτικής δαπάνης στις βαθμίδες εκπαίδευσης η μελέτη διαπίστωσε ότι το μεγαλύτερο μέρος της δημόσιας δαπάνης κατευθύνεται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, το μερίδιο της οποίας κυμάνθηκε μεταξύ 30%-38%, ενώ ακολουθούν η πρωτοβάθμια εκπαίδευση (περιλαμβάνει και την προσχολική) με 29%-32% και η τριτοβάθμια εκπαίδευση με 19% (2016), ύστερα από σημαντικές διακυμάνσεις (από 18% το 2000 και 27% το 2006).

Στη διάρκεια της κρίσης σημειώθηκε σημαντική μετατόπιση της εκπαιδευτικής δαπάνης από την δευτεροβάθμια στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, καθώς το μερίδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης μειώθηκε (από 38% το 2008 σε 30% το 2016), ενώ της πρωτοβάθμιας (και προσχολικής) αυξήθηκε, ιδιαίτερα σε σχέση με την αρχή της περιόδου 2000-2016.

 
Διεθνείς συγκρίσεις: Διαχρονική υστέρηση και ανακατατάξεις

Η σύγκριση της εκπαιδευτικής δαπάνης στην Ελλάδα με τις άλλες χώρες της Ευρώπης έδειξε τη διαχρονική υστέρησή της. Ειδικότερα, η μελέτη διαπίστωσε ότι ως ποσοστό της συνολικής δαπάνης της Γενικής Κυβέρνησης, η εκπαιδευτική δαπάνη στην Ελλάδα, που κυμάνθηκε την εξεταζόμενη περίοδο μεταξύ 7,4% και 9,2% υστερεί διαχρονικά έναντι του μέσου όρου των χωρών της ΕΕ, όπου το αντίστοιχο ποσοστό κυμάνθηκε μεταξύ 10,1% και 11.1%. Το 2016 το ποσοστό δαπάνης για την εκπαίδευση, ως προς το σύνολο της δαπάνης Γενικής Κυβέρνησης, στην Ελλάδα (8,6%) ήταν το χαμηλότερο στην Ευρώπη (με εξαίρεση την Ιταλία με 7,9%).

 
Σημαντικές διεθνείς ανακατατάξεις στην επένδυση στην εκπαίδευση

Είναι αξιοσημείωτο ότι κάτω από το μέσο όρο της ΕΕ (10,2%) βρίσκονται χώρες όπως η Γαλλία και η Γερμανία, ενώ και ο μέσος όρος της Ευρωζώνης (9,7%) κινείται χαμηλότερα από το μέσο όρο του συνόλου των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σημαντικά υψηλότερα ποσοστά από το μέσο όρο της ΕΕ δαπανούν πέρα από τις Σκανδιναβικές (Σουηδία 13,4%, Δανία 12,9% και Φιλανδία 10,8%) και πολλές χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.

 
Ως % του ΑΕΠ, μεγαλύτερη η δαπάνη στην Ελλάδα, από χώρες της Νότιας Ευρώπης (Ιταλία, Ισπανία) και στο ίδιο επίπεδο με Γερμανία και Γαλλία: μικρότερη από τις Σκανδιναβικές και χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης

Η συνολική εκπαιδευτική δαπάνη στην Ελλάδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ (η οποία την περίοδο 2000-2016 κυμάνθηκε μεταξύ 3,6%-4,6%) υπολείπεται διαχρονικά του μέσου όρου της δαπάνης των χωρών της ΕΕ (από 4,7% έως 5,3%) και της Ευρωζώνης (από 4,6% έως 5%) την ίδια περίοδο.

Τα τελευταία χρόνια, μετά και τη μεγάλη μείωση του ΑΕΠ που σημειώθηκε στη διάρκεια της κρίσης και τη μικρότερη μείωση της εκπαιδευτικής δαπάνης, η συνολική δημόσια εκπαιδευτική δαπάνη στην Ελλάδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ (από 4,6% το 2013 έως 4,3% το 2016) είναι μεγαλύτερη από εκείνη χωρών της Νότιας Ευρώπης, όπως της Ισπανίας (με 4,4% το 2010 και 4% το 2016), και της Ιταλίας (4,4% το 2010 έως 3,9% το 2016), και βρίσκεται στο ίδιο περίπου επίπεδο με εκείνη της Γερμανίας (4,4% το 2010 έως 4,2% το 2016). Είναι όμως μικρότερη χωρών της πρώην Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, όπως της Εσθονίας (5,9%), της Λετονίας (5,5%), της Λιθουανίας (5,2%), της Ουγγαρίας (4,9%), της Πολωνίας (5%), της Κροατίας (4,8), και της Σλοβενίας (5,6%), και των Σκανδιναβικών χωρών.

 
Μεγάλη η υστέρηση στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση έναντι των άλλων χωρών της Ευρώπης

Το ποσοστό της δαπάνης για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση με 1,4% του ΑΕΠ (το 2016) βρίσκεται κοντά στο μέσο όρο της αντίστοιχης δαπάνης στην ΕΕ  1,5% και στο μέσο όρο της Ευρωζώνης (1,4%). Το ποσοστό της δαπάνης για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση με 1,3% του ΑΕΠ (2016) βρίσκεται αρκετά χαμηλότερα από τον αντίστοιχο μέσο όρο τόσο της ΕΕ (1,9%), όσο και της Ευρωζώνης (2%).

 
Πάνω από το μέσο όρο της Ευρώπης η δαπάνη για την τριτοβάθμια στην Ελλάδα

Το ποσοστό της δαπάνης για την τριτοβάθμια εκπαίδευση με 0,8% του ΑΕΠ (2016) βρίσκεται λίγο πάνω από το μέσο όρο της ΕΕ (0,7%) και της Ευρωζώνης (0,7%).

 
Μεγαλύτερη η δαπάνη για αποζημίωση εργαζομένων στην Ελλάδα έναντι των άλλων χωρών της Ευρώπης

Σε όλες τις χώρες της ΕΕ η μεγαλύτερη κατηγορία δαπάνης στην εκπαίδευση αποτελεί (το 2016) η αποζημίωση των εργαζομένων σε αυτήν. Η Ελλάδα (με 79%) διαθέτει το μεγαλύτερο ποσοστό του συνόλου της εκπαιδευτικής δαπάνης στην αποζημίωση εργαζομένων στην εκπαίδευση από όλες τις άλλες χώρες της ΕΕ, σε βάρος των άλλων κατηγοριών δαπανών (λειτουργικές δαπάνες, υποδομές, κοινωνικές δαπάνες, κλπ.). Η αποζημίωση εργαζομένων στην Ελλάδα είναι η μεγαλύτερη κατηγορία δαπάνης σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ.

Ακόμα, η δαπάνη για «ενδιάμεση ανάλωση» (λειτουργικές δαπάνες) με 7% (2016) του συνόλου της εκπαιδευτικής δαπάνης είναι στην Ελλάδα η χαμηλότερη και βρίσκεται κάτω από το μισό του μέσου όρου της ΕΕ (16%) και σχεδόν στο μισό του μέσου όρου της Ευρωζώνης (13%). Η δαπάνη για «Ακαθάριστο σχηματισμό κεφαλαίου» (υποδομές) με 11% στην Ελλάδα βρίσκεται πάνω από το διπλάσιο του μέσου όρου της ΕΕ (6%) και της Ευρωζώνης (6%), ενώ η δαπάνη «Κοινωνικές παροχές και μεταβιβάσεις» με 2% βρίσκεται κάτω από το μισό του μέσου όρου της ΕΕ (6%) και της Ευρωζώνης (5%).

Πιο «συγκεντρωτική» η δημόσια εκπαιδευτική δαπάνη στην Ελλάδα

Τέλος, διαπιστώθηκε ότι οι 0,3% π.μ. του συνολικού 4,3% του ΑΕΠ που δαπανά η Τοπική Αυτοδιοίκηση στην Ελλάδα αποτελεί ένα από τα μικρότερα ποσοστά χρηματοδότησης της εκπαίδευσης  στις χώρες της ΕΕ (1,8% του συνολικού 4,7% του ΑΕΠ) και της Ευρωζώνης (1,4% του συνολικού 4,6% του ΑΕΠ).

 
Κρίση και ιδιωτική εκπαιδευτική δαπάνη

Μεγαλύτερη η  μείωση της ιδιωτικής από τη δημόσια δαπάνη στη διάρκεια της κρίσης

Η ιδιωτική δαπάνη των νοικοκυριών για την εκπαίδευση (σε πραγματικές τιμές) έχει μειωθεί κατακόρυφα από το 2009 και μετά, ακολουθώντας σε γενικές γραμμές την εξέλιξη της συνολικής ιδιωτικής δαπάνης, ύστερα από μια περίοδο σημαντικής αύξησης της (από €2,8 δις το 2004 σε €3,3 δις το 2009 και €2,1 δις το 2016).

Ως αποτέλεσμα των αυξομειώσεων που σημειώθηκαν πριν και μετά την έναρξη της κρίσης, η ιδιωτική δαπάνη από 26% της συνολικής (δημόσιας και ιδιωτικής) δαπάνης το 2008 μειώθηκε σε 20% το 2016, καθώς η ιδιωτική δαπάνη μειώθηκε περισσότερο από τη δημόσια.

Η ιδιωτική δαπάνη στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι διαχρονικά η μεγαλύτερη. Στη διάρκεια όμως της κρίσης, μειώθηκε το μερίδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (από 55% το 2008 σε 49% το 2016) της πρωτοβάθμιας (από 19% το 2008 σε 17% το 2016) και της προσχολική εκπαίδευση (από 8% το 2010  σε 5% το 2016), ενώ  αυξήθηκε το μερίδιο της ιδιωτικής δαπάνης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (από 4% σε 9%).

 
Κατακόρυφη αύξηση της δαπάνης για φροντιστήρια στην πρωτοβάθμια

Στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, μετά την έναρξη της κρίσης μεγαλύτερη μείωση σημείωσε η δαπάνη για ιδιωτικό σχολείο, και ακολουθεί η δαπάνη για ξένες γλώσσες. Η μείωση, όμως της δαπάνης για ιδιωτικό δημοτικό σχολείο, συνοδεύτηκε από κατακόρυφη αύξηση της δαπάνης για φροντιστήρια στη βαθμίδα αυτή (από €3 εκ το 2008 σε €11,3 εκ το 2016), αλλά και σημαντική πτώση της δαπάνης για ιδιαίτερα μαθήματα (από €48 εκ. το 2008 σε €22,6 εκ. το 2016).

 
«Ανελαστική» η δαπάνη για φροντιστήρια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση

Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, παρά τη σημαντική συνολική μείωση που σημειώθηκε στο σύνολο της ιδιωτικής δαπάνης (κατά €730 εκ. από €1.772 εκ. το 2008 σε €1,048 εκ. το 2016), η δαπάνη για φροντιστήρια και για ιδιαίτερα μαθήματα διατήρησαν το μερίδιο τους στο σύνολο της δαπάνης (με 37% και 20% αντίστοιχα), ενώ αντίθετα οι δαπάνες για ξένες γλώσσες το αύξησαν (από 26% το 2008 σε 30% το 2016) και οι δαπάνες για ιδιωτικό λύκειο το μείωσαν (από 7% το σε 6%). Η δαπάνη για ξένες γλώσσες, καθώς και εκείνες για φροντιστήρια και ιδιαίτερα μαθήματα στη μέση εκπαίδευση, παρά τη συνολική τους μείωση, δείχνουν λιγότερο ελαστικές από τις δαπάνες για ιδιωτικό σχολείο στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

 
Μεγάλη αύξηση της δαπάνης για μεταπτυχιακές σπουδές

Η ιδιωτική δαπάνη για τριτοβάθμια εκπαίδευση, παρά τις διακυμάνσεις που σημειώθηκαν πριν όσο και κατά την διάρκεια της κρίσης, παρουσιάζουν έντονες αυξήσεις (από 3,9% του συνόλου το 2008 σε 9% το 2016), που οφείλονται κυρίως στην αύξηση της ιδιωτικής δαπάνης για μεταπτυχιακές σπουδές.

 
Δημογραφικές μεταβολές και μελλοντικές επιπτώσεις στη δαπάνη εκπαίδευσης

Πέρα από την δημοσιονομική προσαρμογή, η κρίση έχει μεταβάλει τα δημογραφικά δεδομένα της χώρας και του εκπαιδευτικού συστήματος. Προβλέπεται σταδιακά μεγάλη μείωση του μαθητικού πληθυσμού τα προσεχή χρόνια, που σωρευτικά μπορεί να υπερβεί το 30% .

Στο πλαίσιο αυτών των δημογραφικών μεταβολών, οι «βαθμοί ελευθερίας» του κράτους στη διαχείριση της δημόσιας εκπαιδευτικής δαπάνης διευρύνονται. Ανάλογα με το σενάριο της κρατικής πολιτικής που θα ακολουθηθεί τα προσεχή χρόνια (αδράνεια, προσαρμογή ή ευρωπαϊκή σύγκλιση), η συνολική διάρθρωση, η κατανομή σε βαθμίδες και η σύνθεση σε κατηγορίες της δημόσιας εκπαιδευτικής δαπάνης μπορεί να μεταβληθεί σημαντικά, καθώς ο αριθμός των μαθητών, των σχολικών μονάδων και των εκπαιδευτικών θα μειώνεται.

 
Μεγάλες αυξήσεις στη δημόσια δαπάνη ανά μαθητή, σχολική μονάδα και εκπαιδευτικό

Ειδικότερα, η παρούσα μελέτη δείχνει ότι στο σενάριο της αδράνειας, η δαπάνη ανά μαθητή στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση προβλέπεται ότι θα αυξηθεί σωρευτικά κατά 37% μέχρι το 2035 σε σχέση με το 2015. Στο σενάριο της προσαρμογής, η δαπάνη ανά σχολική μονάδα θα αυξηθεί κατά 27% μέχρι το 2035, ενώ η δαπάνη ανά διδάσκοντα κατά 37%. Στο τρίτο σενάριο της ευρωπαϊκής σύγκλισης, η δαπάνη ανά διδάσκοντα θα αυξηθεί επίσης κατά 37%.

Μείωση της ιδιωτικής δαπάνης λόγω μείωσης μαθητών

Επιπλέον, με βάση τις προβλέψεις για την εξέλιξη του αριθμού των μαθητών προβλέπεται  μείωση της ιδιωτικής δαπάνης για εκπαίδευση κατά 28%, καθώς και μείωση της συνολικής (δημόσιας και ιδιωτικής) εκπαιδευτικής δαπάνης κατά 27%, με αντίστοιχες επιπτώσεις στο σύνολο της οικονομίας και το ΑΕΠ της χώρας.

 
Μεγάλες οι προκλήσεις για την εκπαίδευση στην Ελλάδα

Η μελέτη αναλύει, ακόμα, τις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η εκπαίδευση στην Ελλάδα και η χρηματοδότησή της τα προσεχή χρόνια.

Ειδικότερα, η μελέτη τονίζει την ανάγκη για χάραξη εθνικής στρατηγικής για την ανεύρεση πρόσθετων πόρων για την αύξηση της χρηματοδότησής της τα προσεχή χρόνια, την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων με στόχο τη βελτίωση της απόδοσης και της αποτελεσματικότητας της σημερινής δημόσιας δαπάνης, και την αναδιάρθρωσή της με ανακατανομή μεταξύ εκπαιδευτικών βαθμίδων και μεταξύ κατηγοριών δαπάνης (αποζημιώσεις εργαζομένων, υποδομές, λειτουργικές δαπάνες, κοινωνικές παροχές).

Η μελέτη επισημαίνει, τέλος, την δυνατότητα μετατροπής των δημογραφικών επιπτώσεων στην δαπάνη εκπαίδευσης σε ευκαιρία «εκπαιδευτικής αναγέννησης» τα προσεχή χρόνια.

Σχετικά Άρθρα