ΣΕΒ: Η οικονομία χρειάζεται μια φιλοαναπτυξιακή πολιτική με κεντρική στόχευση την αύξηση των επενδύσεων, της παραγωγικότητας και της απασχόλησης

Κριτική στις εξαγγελίες της κυβέρνησης

Εκείνο που χρειάζεται η Ελλάδα, τώρα όσο ποτέ, είναι η χάραξη μιας φιλοαναπτυξιακής πολιτικής με κεντρική στόχευση την αύξηση των επενδύσεων, της παραγωγικότητας και της απασχόλησης, σε συνδυασμό με τη μείωση των δημοσιονομικών κινδύνων, ώστε να μπορέσει η οικονομία της να ακολουθήσει έναν σταθερό βηματισμό δυναμικής ανάπτυξης, επισημαίνει ο ΣΕΒ στο Μηνιαίο δελτίο οικονομικής δραστηριότητας του  που κυκλοφoρεί σήμερα, Δευτέρα, 13 Μαΐου 2019. Το δελτίο επιμελείται ο Τομέας Μακροοικονομικής Ανάλυσης και Ευρωπαϊκής Πολιτικής του ΣΕΒ.Αναλυτικά:

Στις 2 Μαΐου 2019 ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) ενέκρινε την εκταμίευση προς την Ελλάδα ποσού ύψους €973 εκατ., σύμφωνα με την απόφαση του Eurogroup της 5ης Απριλίου 2019. Από το ποσό αυτό, τα €644 εκατ. αφορούν κέρδη που επέφεραν στις κεντρικές τράπεζες τα ελληνικά ομόλογα, ενώ τα υπόλοιπα €329 εκατ. αφορούν επιστροφή τόκων από την αναστολή αύξησης του επιτοκίου σε δάνεια της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF).

Παράλληλα, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, η ελληνική κυβέρνηση κατέθεσε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το Πρόγραμμα Σταθερότητας 2019, στο οποίο προβλέπεται δημοσιονομικός χώρος (πέραν του πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ) ύψους περίπου €5,5 δισ. συνολικά την περίοδο 2019-2022 (0,6% του ΑΕΠ το 2019, 0,4% το 2020, 0,6% το 2021 και 1,1% το 2021). Το πρόγραμμα περιλαμβάνει ενδεικτική κατανομή του δημοσιονομικού χώρου που προκύπτει από τα υπερπλεονάσματα, η οποία αναμένεται να εξειδικευτεί με την κατάθεση του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2020 – 2023 εντός του Μαΐου 2019.

Στο πλαίσιο αυτό, στις 7 Μαΐου 2019 ανακοινώθηκαν από τον Πρωθυπουργό σειρά μέτρων σε συνέχεια των υπερπλεονασμάτων. Αναλυτικά τα μέτρα περιλαμβάνουν:

 
Α. Μέτρα άμεσης εφαρμογής εντός του 2019:

  1. Μείωση του συντελεστή ΦΠΑ στην εστίαση από 24% στο 13%.
  2. Μετάταξη των τροφίμων από τον συντελεστή ΦΠΑ 24% στον συντελεστή 13%. Το μέτρο αυτό μαζί με το 1ο κοστολογούνται σε €260 εκατ.
  3. Μείωση του συντελεστή ΦΠΑ στο ρεύμα και το φυσικό αέριο από 13% σε 6%.
  4. Καταβολή 13ης σύνταξης ύψους από 100% της σύνταξης (για συντάξεις έως €500) έως 30% της σύνταξης (για συντάξεις άνω των €1.000). Το μέτρο αυτό κοστολογείται σε €800 εκατ.

 
Β. Μέτρα που θα εφαρμοστούν το 2020:

  1. Κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης για εισοδήματα έως €20.000 και μείωση των συντελεστών για εισοδήματα άνω των €20.000.
  2. Αύξηση του συντελεστή της απόσβεσης των επενδύσεων σε 150%.
  3. Επιδότηση των ασφαλιστικών εισφορών με ποσοστό 80% για προσλήψεις νέων έως 25 ετών και με ποσοστό 25% και για προσλήψεις νέων έως 29 ετών.
  4. Επαναφορά της έκπτωσης των τόκων στεγαστικών δανείων από το φορολογητέο εισόδημα.
  5. Μείωση του μεσαίου συντελεστή ΦΠΑ από 13% σε 11%.
  6. Μείωση του φόρου εισοδήματος μόνιμων κατοίκων νησιών με πληθυσμό έως 3.100 κατοίκους.
  7. Μείωση του ΕΝΦΙΑ σε νησιά με πληθυσμό έως 1.000 κατοίκους.
  8. Μείωση του κόστους για το πετρέλαιο θέρμανσης στις ορεινές περιοχές.
  9. Μείωση του συντελεστή φόρου των συνεταιρισμών αγροτών σε 10% και έκπτωση 10% στο φορολογητέο εισόδημα των συνεταιρισμένων αγροτών.

Το κόστος των παραπάνω μέτρων ανέρχεται σε €1,1 δισ. για το 2019 και σε €1,3 δισ. για το 2020, περιλαμβανομένης της επίπτωσης των μόνιμων μέτρων του 2019. Εκτός από τα παραπάνω μέτρα, η κυβέρνηση δεσμεύεται και για την ακύρωση της μείωσης του αφορολόγητου από την 1/1/2020, το κόστος της οποίας εκτιμάται σε περίπου €2 δισ. Αυτό προκύπτει και από τα στοιχεία του Προγράμματος Σταθερότητας 2019, σύμφωνα με τα οποία ο δημοσιονομικός χώρος για το 2020 προβλέπεται να διαμορφωθεί σε 0,4% του ΑΕΠ, (€800 εκατ). Με βάση τα στοιχεία αυτά, το συνολικό υπερπλεόνασμα των €5,5 δισ. για την περίοδο 2019 – 2022 μπορεί να μην επαρκέσει για την κάλυψη του κόστους των μέτρων που εξαγγέλθηκαν. Έτσι, η κυβέρνηση δέσμευσε σε Ειδικό Λογαριασμό (Ανοιχτός Καταπιστευτικός Λογαριασμός) το ποσό των €5,5 δισ., από το συνολικό απόθεμα ρευστότητας των €31 δισ., και ειδικότερα από τα €11,5 της υπεραπόδοσης των προηγούμενων ετών, ως εγγύηση έναντι των δανειστών για την επίτευξη του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%. Θεωρητικά αυτό δίνει τη δυνατότητα για σχεδιασμό οικονομικής πολιτικής με πρωτογενή πλεονάσματα χαμηλότερα του 3,5% για τα έτη 2020, 2021 και 2022 κατά 1%, δηλαδή 2,5%, υπό την αίρεση της έγκρισης από το Eurogroup.

Για τον ΣΕΒ:

  • Η χρηματοδότηση των πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 3,5% του ΑΕΠ -και των όποιων υπερπλεονασμάτων- μέσω της υπερφορολόγησης δεν είναι βιώσιμη και εμποδίζει την οικονομία να εισέλθει σε μία τροχιά υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης. Ιδιαίτερα όταν περικόπτονται δαπάνες από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, αλλά και λειτουργικές δαπάνες από νευραλγικούς τομείς του κράτους, όπως η υγεία και η παιδεία, οδηγώντας σε υποβάθμιση των υποδομών και της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών.
  • Η μέχρι τώρα ανάκαμψη της οικονομίας δεν έχει βασιστεί στην αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας. Αντίθετα, η παραγωγικότητα παραμένει στάσιμη από το 2016 και η τάση βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας, με βάση την πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία, έχει αντιστραφεί από το 2017. Συνεπώς, είναι αβέβαιο το κατά πόσο η άνοδος της βιομηχανικής παραγωγής και των εξαγωγών θα μπορέσει να τροφοδοτεί την ανάκαμψη.
  • Φιλοαναπτυξιακά μέτρα, όπως η αύξηση του συντελεστή αποσβέσεων των επενδύσεων και η επιδότηση των ασφαλιστικών εισφορών, αναμένεται να τονώσουν την επενδυτική δραστηριότητα και την απασχόληση και κρίνονται θετικά. Θα πρέπει ωστόσο να ενταχθούν σε μια συνολική οικονομική πολιτική που στοχεύει στην κάλυψη της αποεπένδυσης που συντελέστηκε κατά την περίοδο της κρίσης.

Ταυτόχρονα με τα παραπάνω μέτρα, προωθούνται και αλλαγές στην αγορά εργασίας, όπως η προτεινόμενη ρύθμιση που αναφέρεται στον «βάσιμο λόγο» για την εγκυρότητα της καταγγελίας σύμβασης εργασίας και την αναστολή προθεσμιών για την άσκηση αγωγής, που αποτελεί αντικίνητρο για νέες προσλήψεις, αφού δημιουργεί πρόσθετα βάρη στις επιχειρήσεις (αναλυτικά η θέση του ΣΕΒ για το θέμα εδώ).

Εν τω μεταξύ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε τις Εαρινές Οικονομικές Προβλέψεις 2019, σύμφωνα με τις οποίες ο ρυθμός ανάπτυξης στην Ελλάδα θα διαμορφωθεί σε +2,2% το 2019 και το 2020 (αντί +2,2% το 2019 και +2,3% το 2020 με βάση τις προηγούμενες προβλέψεις της), αναφέροντας ως αδύναμο σημείο την υποτονική επενδυτική δραστηριότητα. Η τελευταία αφορά τόσο στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων όσο και στις ιδιωτικές επενδύσεις. Πάντως, η Επιτροπή προβλέπει ανάκαμψη των ιδιωτικών επενδύσεων το 2020, κάνοντας ωστόσο λόγο για πιθανή απώλεια ανταγωνιστικότητας, λόγω της ανόδου του κόστους εργασίας μετά από την πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού. Με βάση αυτές τις υποθέσεις οι συνολικές επενδύσεις σε πάγια προβλέπεται να αυξηθούν κατά +10,1% το 2019 και κατά 10,8% το 2020. Παράλληλα, οι ελληνικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αναμένεται να συνεχίσουν να κινούνται ανοδικά (+4,7% το 2019 και +4,2% το 2020), αυξάνοντας περαιτέρω το μερίδιό τους στις παγκόσμιες εξαγωγές. Και αυτό, παρά την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας και την υψηλή αβεβαιότητα σχετικά με τις εμπορικές πολιτικές, ιδίως μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας. Αναφορικά με τα δημοσιονομικά μεγέθη, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι στόχοι για το 2019 και το 2020 θα επιτευχθούν, επισημαίνοντας ταυτόχρονα τους κινδύνους που σχετίζονται με δικαστικές αποφάσεις που ενδέχεται να ανατρέψουν προηγούμενες μεταρρυθμίσεις και να προκαλέσουν δημοσιονομικές υποχρεώσεις.

Σημειώνεται ότι οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής λαμβάνουν υπόψη τη μη μείωση του αφορολόγητου, αναθεωρώντας την πρόβλεψη για το πρωτογενές πλεόνασμα σε 4% για το 2019 και 3,6% το 2020 (αντί 4,1% και 4% αντίστοιχα κατά τις προηγούμενες εκτιμήσεις της). Δεν λαμβάνουν ωστόσο υπόψη το Πρόγραμμα Σταθερότητας 2019, ούτε τα μέτρα που εξήγγειλε ο Πρωθυπουργός. Επομένως, τόσο οι στόχοι του Προγράμματος Σταθερότητας, όσο και τα νέα μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της ακύρωσης της μείωσης του αφορολόγητου, αναμένεται να συζητηθούν περαιτέρω στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας και να επικυρωθούν κατά τη διαδικασία του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Στρατηγικής 2020 – 2023.

Κατά τ’ άλλα, στους βραχυχρόνιους δείκτες εξακολουθούν να καταγράφονται μικτές τάσεις. Από τις θετικές εξελίξεις, ξεχωρίζει η δυναμική της βιομηχανικής παραγωγής και των εξαγωγών αγαθών, η οποία αναμένεται να συνεχισθεί το επόμενο διάστημα, δεδομένης της συνεχιζόμενης βελτίωσης των επιχειρηματικών προσδοκιών στη μεταποίηση. Αντίθετα, από τις αρνητικές εξελίξεις, η σημαντική πτώση των λιανικών πωλήσεων το πρώτο δίμηνο του 2019 προκαλεί προβληματισμό για την πορεία της ιδιωτικής κατανάλωσης και του ΑΕΠ το 1ο τρίμηνο του έτους.

Πιο αναλυτικά:

  • Ο δείκτης οικονομικού κλίματος παρουσίασε μικρή κάμψη τον Απρίλιο του 2019 και διαμορφώθηκε στις 100,3 μονάδες, από 101,3 τον προηγούμενο μήνα και 102,6 μονάδες τον Απρίλιο του 2018. Η πτώση αυτή οφείλεται στην επιδείνωση των επιχειρηματικών προσδοκιών κυρίως στο λιανικό εμπόριο και λιγότερο στις υπηρεσίες και τις κατασκευές. Αντίθετα, στη βιομηχανία το κλίμα βελτιώθηκε, καθώς οι επιχειρήσεις εμφανίζονται αισιόδοξες για την πορεία της παραγωγής, των πωλήσεων και των εξαγωγών τους επόμενους μήνες.
  • Η καταναλωτική εμπιστοσύνη συνέχισε να κινείται ανοδικά τον Απρίλιο του 2019, με τον σχετικό δείκτη να σταθεροποιείται κοντά στο επίπεδο των -30 μονάδων από τις αρχές του έτους, αρκετά υψηλότερα από το επίπεδο που βρισκόταν το αντίστοιχο διάστημα του 2018 (στις -30,9 μονάδες τον Απρίλιο του 2019 από -31,6 τον προηγούμενο μήνα και -48,5 τον Απρίλιο του 2018). Η συνεχής άνοδος της εμπιστοσύνης των νοικοκυρών, ιδίως από το 2ο τρίμηνο του 2018, οφείλεται στη βελτίωση των εκτιμήσεών του αναφορικά με την οικονομική τους κατάσταση και τη γενικότερη κατάσταση της χώρας, ενώ το τελευταίο διάστημα ακολουθεί ανάλογη πορεία με αυτή που καταγράφεται συνήθως σε προεκλογικές περιόδους. Η αισιοδοξία των νοικοκυριών αποτυπώνεται επίσης στη μικρή αύξηση των ποσοστών αυτών που σκοπεύουν να προβούν σε περισσότερες σημαντικές αγορές το επόμενο τρίμηνο (αυτοκίνητο, οικιακό εξοπλισμό, ανακαίνιση κατοικίας κλπ). Αντίθετα, η τάση βελτίωσης της πρόθεσης για αποταμίευση ανακόπηκε τον Απρίλιο του 2019, καθώς το ποσοστό των νοικοκυριών που εκτιμούν ότι θα περιορίσουν τις αποταμιεύσεις τους ανήλθε σε 87,3%, από 83,4% τον προηγούμενο μήνα και 87,9% τον Απρίλιο του 2018.
  • Η βελτίωση των προσδοκιών στη βιομηχανία αποτυπώνεται επίσης και στη σημαντική άνοδο του Δείκτη Υπευθύνων Προμηθειών (PMI) στη μεταποίηση, ο οποίος τον Απρίλιο του 2019 ανήλθε στις 56,6 μονάδες, παραμένοντας για 23ο συνεχόμενο μήνα πάνω από το όριο των 50 μονάδων (όριο μηδενικής μεταβολής). Η βελτίωση προήλθε κυρίως από την άνοδο της παραγωγής και των νέων παραγγελιών, τόσο από την εγχώρια αγορά όσο και για εξαγωγές, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της απασχόλησης και τη μείωση των αποθεμάτων. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τα στοιχεία του δείκτη, οι ελληνικές μεταποιητικές επιχειρήσεις διέθεσαν τα προϊόντα τους σε αυξημένες τιμές, γεγονός το οποίο καταδεικνύει ότι καθιερώνονται σε ξένες αγορές και αποκτούν σταθερούς πελάτες. Σημειώνεται ότι το επίπεδο των 56,6 μονάδων που καταγράφηκε τον Απρίλιο του 2019 είναι το υψηλότερο από τον Ιούνιο του 2000.
  • Η παραγωγή στη μεταποίηση πλην πετρελαιοειδών συνέχισε να κινείται ανοδικά τον Μάρτιο του 2019 (+2,6%) επιδεικνύοντας αξιοσημείωτες αντοχές παρά τις αρνητικές τάσεις που διαμορφώνονται σε διεθνές επίπεδο. Στο 1ο τρίμηνο του 2019 καταγράφεται αύξηση +4,2%, επιπλέον αύξησης +1,8% κατά το αντίστοιχο τρίμηνο του 2018, ως αποτέλεσμα κυρίως της ανόδου της παραγωγής στου κλάδους τροφίμων (+2,6%), φαρμάκων (+31,7%), χημικών (+3,6%), ηλεκτρονικών προϊόντων (+19,6%) και καπνού (+56,5%). Σημειώνεται ότι τον Μάρτιο του 2019 ο γενικός δείκτης βιομηχανικής παραγωγής σημείωσε κάμψη -2,7%, κυρίως λόγω της μείωσης της παραγωγής ηλεκτρισμού (-13,8%) και πετρελαιοειδών (-11,4%). Ωστόσο, συνολικά στο 1ο τρίμηνο του έτους ο γενικός δείκτης εμφανίζει άνοδο +1,4%.
  • Ανάλογη δυναμική παρουσιάζουν και οι εξαγωγές αγαθών πλην καυσίμων και πλοίων, οι οποίες, παρά την υποχώρηση του Μαρτίου (-2,2% σε αξία και -3,5% σε όγκο), κατά το 1ο τρίμηνο του 2019 αυξήθηκαν κατά +4% σε αξία και κατά +3,6% σε όγκο, επιπλέον αύξησης +14% και +12,8% αντίστοιχα κατά το 1ο τρίμηνο του 2018, με οδηγό κυρίως τα βιομηχανικά προϊόντα (+8,9%) και τα ποτά και τον καπνό (+29,4%).
  • Η ανοδική τάση που κατέγραψε το 2018 ο όγκος λιανικών πωλήσεων πλην καυσίμων ανακόπηκε τον Ιανουάριο του 2019 (-3,4%) και υποχώρησε περαιτέρω τον Φεβρουάριο (-4,2%). Συνολικά, κατά το διάστημα Ιαν – Φεβ 2019 ο όγκος λιανικών πωλήσεων πλην καυσίμων εμφανίζει πτώση -3,8%, έναντι αύξησης 0,4% το αντίστοιχο διάστημα το 2018. Στις περισσότερες κατηγορίες καταστημάτων καταγράφηκαν μειώσεις στο 2μηνο του 2019, ιδίως στα πολυκαταστήματα (-12,9%), την ένδυση (-8,9%) και τα μεγάλα καταστήματα τροφίμων (-3,7%). Αντίθετα, στα καταστήματα οικιακού εξοπλισμού και βιβλίων / προϊόντων τεχνολογίας ο όγκος πωλήσεων συνέχισε να κινείται έντονα ανοδικά (+2,9% και +12,8% αντίστοιχα). Η πτώση του όγκου λιανικών πωλήσεων στο δίμηνο του 2019, συνδέεται με την υποχώρηση των προσδοκιών στο λιανικό εμπόριο και προκαλεί προβληματισμό για την πορεία της ιδιωτικής κατανάλωσης και του ΑΕΠ κατά το 1ο τρίμηνο του έτους. Ωστόσο, η τάση αυτή αναμένεται να αντιστραφεί το επόμενο διάστημα, καθώς η αύξηση του κατώτατου μισθού και οι πρόσθετες παροχές και φορολογικές αλλαγές που εξαγγέλθηκαν αναμένεται να τονώσουν τη ζήτηση, ενώ η έναρξη της τουριστικής περιόδου θα αυξήσει την κίνηση στα καταστήματα λιανικών πωλήσεων.
  • Η ανάκαμψη στον όγκο της ιδιωτικής οικοδομικής δραστηριότητας παρουσιάζει κόπωση τους πρώτους δύο μήνες του 2019 (-17,5% στο δίμηνο του 2019, έναντι αύξησης +5,8% το αντίστοιχο δίμηνο του 2018). Πάντως, σημειώνεται ότι ο κλάδος της οικοδομής παρουσίασε αξιοσημείωτες επιδόσεις το 2018 (+21,3% με βάση τον όγκο των νέων αδειών), κυρίως λόγω της ανόδου του τουρισμού και της διάδοσης της βραχυχρόνιας μίσθωσης κατοικιών μέσω ηλεκτρονικών εφαρμογών.
  • Οι τουριστικές εισπράξεις και οι αφίξεις αυξήθηκαν κατά +41,1% και +7% αντίστοιχα κατά το διάστημα Ιαν – Φεβ 2019, ενισχύοντας τις θετικές προσδοκίες για τις επιδόσεις του τουρισμού το 2019. Ταυτόχρονα, οι εισπράξεις από μεταφορές αυξήθηκαν κατά +10% και από λοιπές υπηρεσίες κατά +10,8% συμβάλλοντας στην άνοδο του πλεονάσματος στο ισοζύγιο υπηρεσιών κατά €254 εκατ.
  • Το ποσοστό ανεργίας υποχώρησε στο 18,5% τον Φεβρουάριο του 2019, από 18,6% τον προηγούμενο μήνα και 20,6% τον Φεβρουάριο του 2018. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΑΕΔ, τον Μάρτιο του 2019 ο αριθμός των εγγεγραμμένων ανέργων που αναζητούν εργασία μειώθηκε κατά -21,2 χιλ. σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα, αλλά παραμένει μεγαλύτερος σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του 2018 (928,1 χιλ. τον Μάρτιο του 2019 έναντι 885,8 χιλ. τον Μάρτιο του 2018). Παράλληλα, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΡΓΑΝΗ, το 1ο τρίμηνο του 2019 οι καθαρές νέες θέσεις εργασίας ανήλθαν σε 48,9 χιλ. (έναντι 55,6 χιλ. το 1ο τρίμηνο του 2018), εκ των οποίων 15,3 χιλ. στον τουρισμό (έναντι 20,6 χιλ. το 1ο τρίμηνο του 2018). Η χαμηλότερη αυτή επίδοση μπορεί να αποδοθεί στο ότι το 2018 οι προσλήψεις στον τουρισμό έγιναν νωρίτερα λόγω των ιδιαίτερα θετικών προσδοκιών, ενώ φέτος, που οι προσδοκίες είναι πιο συγκρατημένες, ο μεγάλος όγκος εποχιακών προσλήψεων αναμένεται να ακολουθήσει τους επόμενους μήνες. Σε κάθε περίπτωση, το ισοζύγιο καθαρών νέων θέσεων εργασίας του 1ου τριμήνου του 2019 αποτελεί τη 2η καλύτερη επίδοση πρώτου τριμήνου από το 2001. Ωστόσο, το μερίδιο των προσλήψεων πλήρους απασχόλησης υποχώρησε το 1ο τρίμηνο του 2019 σε 46% από 49,8% το αντίστοιχο τρίμηνο του 2018, ενώ δεν είναι ακόμα διαθέσιμα στοιχεία για την αξιολόγηση της επίπτωσης που μπορεί να έχει στην απασχόληση η πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού.
  • Ο ρυθμός χρηματοδότησης των επιχειρήσεων παρέμεινε σε θετικό έδαφος για 4ο συνεχόμενο μήνα τον Μάρτιο του 2019 (+1,6%), γεγονός το οποίο αποτελεί ενθαρρυντικό στοιχείο για τη βελτίωση της ρευστότητας το επόμενο διάστημα. Ταυτόχρονα, οι καταθέσεις των νοικοκυριών αυξήθηκαν κατά €519 εκατ. τον Μάρτιο του 2019, με το υπόλοιπό τους να ανέρχεται σε €110,3 δισ., έναντι €110 δισ. στο τέλος του 2018 και €104,3 δισ. τον Μάρτιο του 2018. Η σταθερή άνοδος των καταθέσεων (+€10,3 δισ. από τον Ιούλιο του 2015, όταν επιβλήθηκαν τα capital controls) καταδεικνύει την πλήρη αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα, ενώ μέρος αυτής οφείλεται στην ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυρών (+2,7% σε τρέχουσες τιμές το 2018) και τη βελτίωση του ποσοστού αποταμίευσης (ακαθάριστη αποταμίευση προς ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα νοικοκυριών), το οποίο ωστόσο παραμένει αρνητικό (-5,9% το 2018 από -7,2% το 2017).

Οι παραπάνω εξελίξεις λαμβάνουν χώρα σε μία περίοδο που οι πηγές αβεβαιότητας σε παγκόσμιο επίπεδο αυξάνονται και οι πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό της χώρας και στην Ευρώπη δημιουργούν μικτές τάσεις στην οικονομία. Το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών και των αυτοδιοικητικών εκλογών βραχυπρόθεσμα ενδέχεται να επηρεάσει το οικονομικό κλίμα, όμως εκείνο που χρειάζεται η Ελλάδα, τώρα όσο ποτέ, είναι η χάραξη μιας φιλοαναπτυξιακής πολιτικής με κεντρική στόχευση την αύξηση των επενδύσεων, της παραγωγικότητας και της απασχόλησης, σε συνδυασμό με τη μείωση των δημοσιονομικών κινδύνων, ώστε να μπορέσει η οικονομία της να ακολουθήσει έναν σταθερό βηματισμό δυναμικής ανάπτυξης.

Σχετικά Άρθρα