Τι σημαίνει ένα «δεύτερο κύμα» της πανδημίας COVID-19 για την παγκόσμια οικονομία;

Η γεωγραφική εξάπλωση της πανδημίας

 
Το «πρώτο κύμα» της πανδημίας COVID-19 έπληξε τις περισσότερες ανεπτυγμένες οικονομίες στην περίοδο Μαρτίου-Ιουνίου 2020. Η Κίνα είναι η μόνη χώρα που το αντιμετώπισε νωρίτερα (Ιανουάριος-Μάρτιος 2020), καθώς από αυτή ξεκίνησε η νόσοςCOVID-19. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Βραζιλία, την Ινδία και σε πολλές αναπτυσσόμενες οικονομίες, η εξάπλωση της νόσου εκδηλώθηκε πλήρως σε διαφορετική χρονική στιγμή, με αποτέλεσμα οι χώρες αυτές να βρίσκονται ακόμη στη διαδικασία αντιμετώπισής της.

Οι εθνικές κυβερνήσεις ανά τον κόσμο προκειμένου να σταματήσουν την εξάπλωση του COVID-19, οδηγήθηκαν στην επιλογή της αναστολής λειτουργίας των επιχειρήσεων (lockdown), με εκτεταμένες συνέπειες για τις οικονομίες τους. Το μέγεθος των συνεπειών ανά χώρα αποτελεί συνάρτηση της αυστηρότητας του lockdown που επιβλήθηκε σε καθεμία (Γράφημα 8 –βλέπε info). Τομείς όπως ο τουρισμός, το λιανικό εμπόριο, οι μεταφορές και οι κατασκευές επλήγησαν ιδιαίτερα, καθώς οι άνθρωποι αναγκάστηκαν να αλλάξουν τις εργασιακές τους πρακτικές και να ελαχιστοποιήσουν την κοινωνική επαφή, γεγονός που οδήγησε σε περικοπές θέσεων εργασίας και μείωση δαπανών στο σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας.

Στα χαρακτηριστικά του «πρώτου κύματος» της πανδημίας συγκαταλέγονται: η αδυναμία των εθνικών συστημάτων υγείας να διαχειριστούν το μέγεθος της υγειονομικής κρίσης, η αναστολή της οικονομικής δραστηριότητας, οι μετακινήσεις των ατόμων (από χώρα σε χώρα ή εντός μιας χώρας) οι οποίες διευκόλυναν τη διασπορά του και ότι τα ηλικιωμένα άτομα αποδείχθηκαν ότι αποτελούν το πιο ευάλωτο τμήμα της κοινωνίας.

 
Μπορούμε να συζητούμε για ένα «δεύτερο κύμα» της πανδημίας;

Ο αριθμός των κρουσμάτων σε όλο τον κόσμο, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, έχει υπερβεί τα 33 εκατομμύρια, ενώ ο αριθμός των θανάτων το ένα εκατομμύριο. Ωστόσο, η απότομη αύξηση του αριθμού των κρουσμάτων σε χώρες της Ευρώπης που έχουν ήδη διέλθει από το «πρώτο κύμα» της πανδημίας μας αναγκάζει να διερωτώμεθα κατά πόσο μπορούμε να ομιλούμε για ένα «δεύτερο κύμα» ή απλά για μια αναζωπύρωση του πανδημικού φαινομένου;

Άλλωστε, η πρόσφατη παγκόσμια αύξηση κρουσμάτων επιδέχεται διαφορετικής ερμηνείας, ανάλογα σε ποια χώρα αναφερόμαστε.  Όσον αφορά στο μεγαλύτερο τμήμα της Ευρώπης και της Κίνας, μια σημαντική αύξηση των κρουσμάτων θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα «δεύτερο κύμα». Ωστόσο, σε χώρες όπως η Βραζιλία και η Ινδία, στις οποίες ο αριθμός των κρουσμάτων συνεχίζει σταθερά την ανοδική του πορεία από την εμφάνιση της νόσου δεν μπορούμε να ομιλούμε για ένα «δεύτερο κύμα».

Αξίζει να τονιστεί ότι τί εννοούμε ως  «δεύτερο κύμα» αποτελεί ένα αμφιλεγόμενο θέμα ακόμα και μεταξύ επιστημόνων, το οποίο ίσως προκύπτει από την προσπάθεια σύγκρισης της νόσουCOVID-19 με προηγούμενες πανδημίες, ιδίως εκείνη της ισπανικής γρίπης του 1918, κατά την οποία η πρώτη αύξηση των κρουσμάτων σημειώθηκε την άνοιξη, ενώ ο μεγαλύτερος αριθμός κρουσμάτων καταγράφηκε από τον Σεπτέμβριο και μετά. Παρόμοιο μοτίβο εξέλιξης υπήρξε και στην περίπτωση της ασιατικής γρίπης του 1968. Στην περίπτωση του COVID-19, ενδεχομένως, να είναι απαραίτητο να περιμένουμε την επανεμφάνιση ορισμένων βασικών χαρακτηριστικών του «πρώτου κύματος» για να μπορούμε να συζητάμε με βεβαιότητα για ένα «δεύτερο κύμα».

Προς το παρόν, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι εθνικές κυβερνήσεις κινούνται στην εφαρμογή ενός νέου γενικευμένου lockdown, όπως συνέβη στη διάρκεια του «πρώτου κύματος» της πανδημίας COVID-19 για να καταπολεμηθεί η διαφαινόμενη έξαρση της πανδημίας, παρότι σύντομα εισερχόμεθα στην περίοδο του χειμώνα. Ενδεχομένως, να εμφανιστεί μια αύξηση του αριθμού των κρουσμάτων εξαιτίας των μελλοντικών καιρικών συνθηκών, καθώς η νόσος COVID-19 εμφανίζει ομοιότητες με τους ιούς της γρίπης που συνήθως εξαπλώνονται ευκολότερα στη διάρκεια του χειμώνα, λόγω περισσότερων εσωτερικών δραστηριοτήτων και ξηρότητας του αέρα.

 
Οι επιπτώσεις μιας αναζωπύρωσης του πανδημικού φαινομένου στην παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα

Αναμφισβήτητα, η οικονομική ύφεση που έχει προκαλέσει η υγειονομική κρίση της νόσου COVID-19 έχει επιφέρει σημαντικές αλλαγές στη δομή του παγκόσμιου εμπορίου αγαθών και υπηρεσιών (συμπεριλαμβανομένου του τουρισμού), στις  καταναλωτικές συνήθειες, καθώς και στον τρόπο εργασίας και μελέτης των ατόμων (απομακρυσμένη πρόσβαση). Κύριο χαρακτηριστικό της οικονομικής ύφεσης αποτελεί το σημαντικό πλήγμα που έχουν υποστεί ταυτόχρονα ιδιωτική κατανάλωση, επενδύσεις και υπηρεσίες. Οι εθνικές κυβερνήσεις προσπαθούν να υποστηρίξουν επιχειρήσεις και ανθρώπους, η καθεμία με τον δικό της τρόπο και σύμφωνα με τις υπάρχουσες δυνατότητες. Μεταξύ των σημαντικότερων δευτερογενών προβλημάτων που έχει δημιουργήσει η υγειονομική κρίση συγκαταλέγονται τα δημοσιονομικά ελλείμματα και το αυξανόμενο δημόσιο χρέος, παρότι στην παρούσα χρονική στιγμή δεν χαρακτηρίζονται ως άμεσο πρόβλημα. Σε ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων όπως το σημερινό, η διόγκωση του δημόσιου χρέους δεν θεωρείται άκρως επικίνδυνη, αν και η μελλοντική άνοδος των επιτοκίων που μπορεί να προκληθεί από την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας ενδεχομένως να θέσει ζητήματα εξυπηρέτησής του. Η Ευρωζώνη έχει ήδη άρει το όριο του Μάαστριχτ που επιβλήθηκε στα δημοσιονομικά ελλείμματα (3% του ΑΕΠ), αλλά κανείς δεν γνωρίζει τι θα συμβεί με αυτά τα ελλείμματα στο μέλλον.

Οι εθνικές κυβερνήσεις και τα εθνικά συστήματα υγείας στην παρούσα χρονική συγκυρία είναι καλύτερα προετοιμασμένα συγκριτικά με τις αρχές εμφάνισης της νόσου, με αποτέλεσμα η διαχείριση της υγειονομικής κρίσης να είναι περισσότερο αποτελεσματική και η επανέναρξη της οικονομικής δραστηριότητας ταχύτερη. Ο οικονομικός αντίκτυπος της αναζωπύρωσης του πανδημικού φαινομένου, ή κατά μερικούς της εμφάνισης ενός «δεύτερου κύματος», θα καθοριστεί σε σημαντικό βαθμό από το μέγεθος ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας που καταγράφηκε μετά το «πρώτο κύμα» της πανδημίας. Η μέχρι σήμερα απουσία κάποιας θεραπείας ή εμβολίου για την καταπολέμηση της νόσου εντείνει την αβεβαιότητα για την εξέλιξή της, αναγκάζοντας επιχειρήσεις και καταναλωτές να διατηρούν σημαντικά ποσά ρευστότητας, προκειμένου να ανταπεξέλθουν στην περίπτωση μιας νέας παρατεταμένης περιόδου απουσίας εσόδων-εισοδημάτων.

Με δεδομένο ότι μια επιδείνωση της επιδημιολογικής εικόνας απειλεί να επιβαρύνει πολλές οικονομίες και περιοχές ανά τον κόσμο, η ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας στις Ηνωμένες Πολιτείες αξιολογείται ως μείζονος σημασίας για την παγκόσμια οικονομία, καθώς η κατανάλωση μπορεί να ενισχύσει τις εισαγωγές στη χώρα και κατά συνέπεια να επιταχύνει την οικονομική ανάπτυξη σε άλλες οικονομίες, όπως συνέβη στο παρελθόν. Σύμφωνα με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), η αναζωπύρωση του πανδημικού φαινομένου ή η εμφάνιση ενός «δεύτερου κύματος» και η αναγκαιότητα ενός νέου γενικευμένου lockdown, δεν θα οδηγήσουν σε διπλασιασμό των αρνητικών οικονομικών επιπτώσεων. Στην τελευταία εκτίμησή του (OECD Economic Outlook, June 2020), ο διεθνής οργανισμός προβλέπει ότι η παγκόσμια οικονομία θα συρρικνωθεί το 2020 κατά 6,0%,αν συνεχιστεί η ανάκαμψη σε σχήμα V, ενώ θα επεκταθεί κατά 5,2% το 2021. Αντίθετα, στην περίπτωση που υπάρξει ένα «δεύτερο κύμα» και η οικονομική  ανάκαμψη έχει σχήμα W, το παγκόσμιο ΑΕΠ θα συρρικνωθεί κατά 7,6% το 2020 για να επεκταθεί το 2021 κατά 2,8%.

Η παρακολούθηση, η ανίχνευση και η απομόνωση των κρουσμάτων από τον ιό COVID-19 ενδεχομένως αδυνατούν να αποτρέψουν μια δεύτερη έξαρση της νόσου, ενώ τομείς όπως ο τουρισμός, τα ταξίδια, η ψυχαγωγία, τα εστιατόρια και τα καταλύματα δεν μπορούν να επανέλθουν στην προτέρα  κατάσταση, αν δεν υπάρξει ευρέως διαθέσιμο ένα εμβόλιο.

Οι εθνικές κυβερνήσεις δεν έχουν τη δυνατότητα να υποστηρίξουν την απασχόληση και τους μισθούς του ιδιωτικού τομέα για παρατεταμένη περίοδο κατά συνέπεια απαιτούνται περισσότερες δημόσιες επενδύσεις στην ψηφιακή και στην πράσινη τεχνολογία.

Υπό το πρίσμα όλων των παραπάνω, αν στους επόμενους μήνες υπάρξει μια νέα έξαρση της πανδημίας, αυτή θα είναι αρκετά διαφορετική από αυτή που έχουμε ήδη βιώσει.

 
ΗΠΑ

ΑΕΠ

 Σύμφωνα με την τρίτη (τελική) εκτίμηση του Bureau of Economic Analysis, στο δεύτερο τρίμηνο του 2020, ο ετησιοποιημένος ρυθμός μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ ήταν αρνητικός, της τάξης του 31,4% (Γράφημα 9), έναντι μείωσης κατά 5,0%, το πρώτο τρίμηνο του έτους. Παρά το ότι η μείωση του ΑΕΠ ήταν ελαφρώς μικρότερη των δυο πρώτων εκτιμήσεων και των εκτιμήσεων της αγοράς, πρόκειται για μια ιστορική πτώση, τη μεγαλύτερη από την έναρξη καταγραφής των στοιχείων της έρευνας, το 1947. Χαρακτηριστικό της έντασης της συρρίκνωσης της αμερικανικής οικονομίας είναι ότι η αμέσως μεγαλύτερη μείωση του ΑΕΠ ήταν 10%, το πρώτο τρίμηνο του 1958, ενώ, κατά την περίοδο της χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008-2009, η μεγαλύτερη πτώση ήταν 8,4% και καταγράφηκε το τέταρτο τρίμηνο του 2008. Τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης που ελήφθησαν προκειμένου να περιοριστεί η διασπορά του COVID-19 οδήγησαν στην έντονη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας, το δεύτερο τρίμηνο, παρά τη σημαντική στήριξη της δημοσιονομικής και της νομισματικής πολιτικής.

Όσον αφορά στις επιμέρους συνιστώσες του ΑΕΠ, σημειώνονται τα ακόλουθα:

Πρώτον, η ιδιωτική κατανάλωση, η οποία συνιστά περί το 70% του ΑΕΠ και αποτέλεσε το βασικότερο πυλώνα του αναπτυξιακού προτύπου των ΗΠΑ πριν από το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης, μειώθηκε κατά 33,2%, το δεύτερο τρίμηνο του 2020, έναντι μείωσης κατά 6,9% το πρώτο τρίμηνο του έτους, με αποτέλεσμα η συμβολή της στη μεταβολή του ΑΕΠ να είναι αρνητική, της τάξης των 24,01 εκατοστιαίων μονάδων, έναντι αρνητικής συνεισφοράς κατά 4,75 εκατοστιαίες μονάδες, στο προηγούμενο τρίμηνο. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη μείωση που έχει καταγραφεί, εξέλιξη που αποδίδεται τόσο στα περιοριστικά μέτρα, όσο και στη δραματική αύξηση του ποσοστού της ανεργίας που είχαν ως αποτέλεσμα την κατακόρυφη μείωση της ζήτησης. Συγκεκριμένα, το δεύτερο τρίμηνο του έτους, το μέσο ποσοστό της ανεργίας ανήλθε στο 13% (εποχικά προσαρμοσμένα στοιχεία), έναντι 3,8%, το πρώτο τρίμηνο και 3,5%, το τέταρτο τρίμηνο του 2019. Επισημαίνεται ότι, κατά την περίοδο Σεπτεμβρίου 2019-Φεβρουαρίου 2020, το ποσοστό της ανεργίας κυμαινόταν στο εύρος 3,5%-3,6%, καταγράφοντας επιδόσεις που αποτελούν χαμηλό 50 ετών.

Δεύτερον, η δημόσια κατανάλωση, η οποία αυξήθηκε κατά 2,5%, συνέβαλε θετικά στη μεταβολή του ΑΕΠ, το δεύτερο τρίμηνο του 2020, κατά 0,77 της εκατοστιαίας μονάδας, από 0,22 της εκατοστιαίας μονάδας, στο προηγούμενο τρίμηνο που είχε αυξηθεί κατά 1,3%.

Σημειώνεται ότι, στα τέλη Μαρτίου, εγκρίθηκε δημοσιονομικό πακέτο ύψους 2,2 τρισ. δολαρίων, το μεγαλύτερο στην αμερικανική ιστορία, προκειμένου να στηριχτούν οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.

Τρίτον, οι καθαρές εξαγωγές συνέβαλαν θετικά, κατά 0,62 της εκατοστιαίας μονάδας στην οικονομική δραστηριότητα του δευτέρου τριμήνου του 2020, έναντι θετικής συμβολής κατά 1,13 ποσοστιαία μονάδα, το πρώτο τρίμηνο του έτους. Ο ρυθμός μείωσης των εισαγωγών διαμορφώθηκε σε 54,1% (πρώτο τρίμηνο του 2020: -15%), ενώ ο αντίστοιχος ρυθμός μείωσης των εξαγωγών διαμορφώθηκε σε 64,4% (πρώτο τρίμηνο του 2020: -9,5%). Η εξαιρετικά μεγάλη μείωση στις εισαγωγές και στις εξαγωγές τόσο των αγαθών, όσο και των υπηρεσιών αποδίδεται στην αποδυνάμωση του διεθνούς εμπορίου και στη μειωμένη ταξιδιωτική κίνηση από και προς τις ΗΠΑ.

Τέταρτον, αρνητική ήταν η συμβολή των ιδιωτικών επενδύσεων (-8,77 εκατοστιαίες μονάδες), για τρίτο διαδοχικό τρίμηνο, οι οποίες υποχώρησαν κατά 46,6%. Στη μείωση αυτή των ιδιωτικών επενδύσεων συνέβαλαν η πτώση των αποθεμάτων των επιχειρήσεων (-3,50 εκατοστιαίες μονάδες), των επενδύσεων εκτός κατοικιών, για τρίτο διαδοχικό τρίμηνο, κατά 27,2% (-3,67 εκατοστιαίες μονάδες), καθώς και των επενδύσεων σε κατοικίες κατά 35,6% (-1,60 εκατοστιαία μονάδα). Οι επενδύσεις σε κατοικίες μειώθηκαν, μετά από τρία συνεχόμενα τρίμηνα αύξησης, παρά τη συνεχιζόμενη πτώση των επιτοκίων των στεγαστικών δανείων.

 
Ζώνη του Ευρώ (ΖτΕ)

Δείκτης PMI Markit – Μεταποίηση

Ο δείκτης των υπευθύνων για τις προμήθειες στη μεταποίηση (Purchasing Managers Index PMI-HIS Markit) αυξήθηκε από 51,7 μονάδες, τον Αύγουστο, στις 53,7 μονάδες, τον Σεπτέμβριο (τελική μέτρηση), ήτοι στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων δύο ετών. Η μέτρηση του Σεπτεμβρίου είναι κατά 20,3 μονάδες υψηλότερη από την ιστορικά χαμηλή μέτρηση του Απριλίου, ενώ ο δείκτης διαμορφώθηκε πάνω από τις 50 μονάδες, για τρίτο διαδοχικό μήνα μετά από δεκαεπτά μήνες. Υπενθυμίζεται ότι το όριο των 50 μονάδων αποτελεί το διαχωριστικό σημείο μεταξύ συρρίκνωσης και επέκτασης.

Τα στοιχεία της έρευνας για τον Σεπτέμβριο υποδηλώνουν επιτάχυνση των συνθηκών ανάκαμψης του κλάδου της μεταποίησης στη ΖτΕ, εξέλιξη που αποδίδεται στην αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, ως απόρροια της άρσης των περιοριστικών μέτρων. Τόσο η παραγωγή, όσο και οι νέες παραγγελίες αυξήθηκαν, για τρίτο διαδοχικό μήνα, καθώς ανέκαμψε το εξαγωγικό εμπόριο, με το ρυθμό αύξησης να είναι ο εντονότερος των τελευταίων δυόμισι και πλέον ετών. Παρά την ανάκαμψη του κλάδου, η απασχόληση στη μεταποίηση μειώθηκε και τον Σεπτέμβριο, αν και ο ρυθμός μείωσης των θέσεων εργασίας ήταν ο ασθενέστερος από τον Φεβρουάριο. Οι επιχειρηματίες του κλάδου, προκειμένου να ανταποκριθούν στην αύξηση των νέων παραγγελιών, χρησιμοποίησαν το απόθεμα των τελικών προϊόντων, το οποίο κατέγραψε την εντονότερη μείωση από τις αρχές του 2010. Επιπρόσθετα, οι επιχειρηματίες του κλάδου προτιμούν τη χρησιμοποίηση των υφιστάμενων αποθεμάτων πρώτων υλών έναντι της αγοράς πρώτων υλών, λόγω της συνεχιζόμενης αύξησης των μέσων χρόνων παράδοσης των εμπορευμάτων. Όσον αφορά στις τιμές, οριακή αύξηση καταγράφηκε στο κόστος εισροών για τις επιχειρήσεις σε σύγκριση με τον Αύγουστο. Ωστόσο, οι επιχειρήσεις, στην προσπάθεια διατήρησης της ανταγωνιστικότητάς τους και αύξησης των πωλήσεων, μείωσαν τις τιμές των τελικών προϊόντων, προς όφελος των πελατών. Οι προοπτικές για την παραγωγή στο μεταποιητικό κλάδο είναι πλέον θετικές, με την επιχειρηματική εμπιστοσύνη να βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο από τον Απρίλιο 2018, καθώς οι υπεύθυνοι για τις προμήθειες στη μεταποίηση προσδοκούν στη διατήρηση της ανοδικής τάσης της ζήτησης.

Αναφορικά με τα κράτη-μέλη που συμμετέχουν στη σύνθεση του δείκτη, όλα κατέγραψαν υψηλότερες επιδόσεις τον Σεπτέμβριο, σε σύγκριση με τον Αύγουστο, με την Ιταλία και την Γερμανία να σημειώνουν τις υψηλότερες επιδόσεις των τελευταίων 27 και 26 μηνών, αντίστοιχα. Αξίζει να σημειωθεί ότι, όπως απεικονίζεται στο Γράφημα 10, η βελτίωση του δείκτη στα κράτη-μέλη από τα ιστορικά χαμηλά του Απριλίου είναι αξιοσημείωτη, ενώ η πλειονότητά τους καταγράφει είτε υψηλότερες, είτε παρόμοιες με τις προ πανδημικής κρίσης επιδόσεις του Φεβρουαρίου. Επιπλέον, τα περισσότερα κράτη-μέλη καταγράφουν επιδόσεις πάνω από τις 50 μονάδες, με εξαίρεση την Ιρλανδία και την Ελλάδα που κινούνται στο όριο των 50 μονάδων.

 
info

Γραφήματα

weekly 09102020 Πινακες

Πηγή: Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank.

Σχετικά Άρθρα