ΙΟΒΕ: Η έλευση της ανάπτυξης δεν θα γίνει αυτόματα και δεν είναι αυτονόητη

Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε μια απολύτως κρίσιμη καμπή- Η πολιτική αβεβαιότητα, η έλλειψη συναίνεσης και η ακραία αντιπαλότητα αποτέλεσαν τον σημαντικότερο ανασχετικό παράγοντα για την ελληνική οικονομία από την αρχή της κρίσης

 
Η σημαντικότερη θετική εξέλιξη, κατά την περίοδο που καλύπτει η δημοσίευση της τριμηνιαίας έκθεσης του ΙΟΒΕ, ήταν η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του τρέχοντος προγράμματος, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν σήμερα κατά την διάρκεια συνέντευξης τύπου για την παρουσίαση της έκθεσης του ΙΟΒΕ για την ελληνική οικονομία.

Ως αποτέλεσμα αυτής, συνεχίζεται κατά τα συμφωνηθέντα η χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας, ενώ δρομολογούνται σταδιακά τόσο η χρησιμοποίηση ευρωπαϊκών επενδυτικών κονδυλίων όσο και η αύξηση της ρευστότητας στην οικονομία μέσω πράξεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Πλέον, το κύριο και απολύτως επείγον ζητούμενο είναι η έλευση της ανάπτυξης ήδη για το δεύτερο μισό του έτους, με τρόπο που θα μετριάσει την ύφεση στο πρώτο μισό και θα θέσει την οικονομία σε μια βιώσιμη τροχιά από το επόμενο. Οι αντικειμενικές συνθήκες για να επιτευχθεί αυτό σίγουρα υπάρχουν, όμως όσο απολύτως αναγκαία και να είναι η αναπτυξιακή στροφή δεν είναι αυτονόητο ότι θα συμβεί. Υπάρχει ο κίνδυνος, μετά από μια τόσο μακρόχρονη και βαθιά περίοδο ύφεσης, η ελληνική οικονομία να παραμείνει ουσιαστικά στάσιμη για ένα μεγάλο διάστημα, χωρίς να διαμορφώνεται το πλαίσιο για νέα παραγωγή και αναπτυξιακή δυναμική. Αυτή θα ήταν μια ιδιαίτερα δυσμενής εξέλιξη, όχι μόνο γιατί έτσι εκτροχιάζεται εκ νέου το πρόγραμμα προσαρμογής, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται, αλλά κυρίως γιατί το κόστος για τους άνεργους και όσους άλλους βλέπουν τα εισοδήματα και τις αποταμιεύσεις τους να συνθλίβονται, είναι δυσβάστακτο. Η οικονομική πολιτική λοιπόν στην τρέχουσα περίοδο δεν μπορεί να αφήσει κανένα περιθώριο παρερμηνείας για την στόχευσή της και οφείλει να κινηθεί ξεκάθαρα προς την κατεύθυνση της διασφάλισης των συνθηκών για ανάπτυξη. Κατά την διαπραγμάτευση και την πρόσφατη ολοκλήρωση της αξιολόγησης, και ενώ είχε ήδη υπάρξει πολύ σημαντική καθυστέρηση σε σχέση με το αρχικό χρονοδιάγραμμα, ήταν σαφής η πρόθεση να μην υπάρξουν εκκρεμότητες με την έλευση του Ιουνίου. Ο κύριος λόγος ήταν ότι το δημοψήφισμα στο Ηνωμένο Βασίλειο θεωρούταν μια πηγή σημαντικής και δομικής αβεβαιότητας και πιθανή αρνητική του εξέλιξη δεν θα μπορούσε να βρει την ελληνική αλλά και την ευρωπαϊκή οικονομία εκτεθειμένες σε μια συνεχιζόμενη διαπραγμάτευση. Πλέον, με την απόφαση των Βρετανών για έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) να είναι γεγονός, δημιουργούνται σημαντικές νέες προκλήσεις στο εξωτερικό περιβάλλον της Ελληνικής Οικονομίας. Οι εξελίξεις στην Ευρώπη αναμένεται να χαρακτηρίζονται μεσοπρόθεσμα από υψηλή μεταβλητότητα τόσο στο πολιτικό όσο και στο οικονομικό πεδίο. Οι χειρισμοί στο επόμενο διάστημα θα είναι κρίσιμης σημασίας καθώς θα προσδιορίσουν αν οι οικονομίες στην ήπειρο θα μπορέσουν να τεθούν σε επανεκκίνηση και τροχιά ανάπτυξης ή θα βρεθούν σε παρατεταμένη περίοδο αστάθειας και αύξηση του προστατευτισμού της κάθε οικονομίας. Όσο και αν αναμένεται ότι σταδιακά θα επέλθει μια ισορροπία – άλλωστε, τόσο η βρετανική όσο και η ευρωπαϊκή οικονομία έχουν μη ευκαταφρόνητο δυναμικό – η ΕΕ διέρχεται κρίση.

Υπάρχουν τρία κύρια σχετικά ζητήματα από την πλευρά της ελληνικής οικονομίας.

Πρώτον, αναμένεται περαιτέρω επιβάρυνση της ανάπτυξης διεθνώς, γεγονός που θα μειώσει τη ζήτηση για εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών. Οι εξελίξεις στην ΕΕ θα επιδράσουν επιβαρυντικά πάνω σε μια ήδη αδύναμη διεθνή οικονομία όπου υπήρχε απροθυμία για επενδύσεις, ειδικότερα μάλιστα την ήπειρο μας.

Δεύτερον, ειδικότερα όσον αφορά την προσέλκυση και χρηματοδότηση επενδύσεων, οι εξελίξεις θα είναι αρνητικές μεσοπρόθεσμα καθώς υπάρχει αύξηση των σχετικών κινδύνων, όπως τους βλέπουν οι επενδυτές και συνεπαγόμενη αύξηση επιτοκίων, ιδίως για τις πλέον αδύναμες οικονομίες.

Τρίτον, αναμένονται θεσμικές ανακατατάξεις και κλυδωνισμοί στην ΕΕ. Η Ελλάδα δεν αποτελεί πλέον κεντρικό πρόβλημα για τους εταίρους αλλά εξακολουθεί να βρίσκεται υπό εποπτεία και σε ανάγκη για επίσημη χρηματοδότηση. Είναι πιθανό ότι η Ευρωζώνη να προχωρήσει σε περαιτέρω εμβάθυνση και ίσως να δημιουργηθεί μια στενότερη ένωση μόνο όσων οικονομιών μπορούν και θέλουν να ακολουθήσουν στο εγχείρημα, εξέλιξη που δεν πρέπει να βρει την ελληνική οικονομία απροετοίμαστη. Επιμέρους δομές και κατευθύνσεις της Ένωσης επίσης θα πρέπει να αναδιαμορφωθούν. Όσο πιο άμεση είναι η πρόοδος της οικονομίας μας, τόσο μεγαλύτερο θα είναι και το ειδικό βάρος της χώρας, που οφείλει να συμμετάσχει στους σχεδιασμούς και να τους επηρεάσει.

Τέλος, και σε κάθε περίπτωση, ακόμη και νέοι οικονομικοί και πολιτικοί κίνδυνοι στο ευρύτερο περιβάλλον δεν μπορούν να αποκλειστούν. Όσο επιβαρυντικές και επικίνδυνες όμως και να είναι οι εξελίξεις στην ΕΈ, οι κύριοι κίνδυνοι πηγάζουν από την οικονομική πολιτική στο εσωτερικό της χώρας. Από την αρχή της ελληνικής κρίσης, η στάση που χαρακτήρισε τις περισσότερες, αν όχι όλες, τις εμπλεκόμενες πλευρές ήταν αυτή της αναβολής των δύσκολων αποφάσεων, στην καλύτερη περίπτωση της επιδίωξης της προσωρινής σταθεροποίησης και συχνά της επιθυμίας επιστροφής στα οικονομικά χαρακτηριστικά του στρεβλού πρόσφατου παρελθόντος. Οι δομικές τομές που χρειάζονταν επιχειρήθηκαν μόνο άτολμα και μεταρρυθμίσεις με βραχυπρόθεσμο κόστος, αλλά υψηλότερο μεσοπρόθεσμο όφελος, αναβλήθηκαν. Γενικότερα υπήρξε μια τάση αποφυγής της πραγματικότητας, τόσο όσον αφορά τους περιορισμούς όσο και τις ευκαιρίες.

Στη σημερινή συγκυρία, υπάρχουν σημαντικά θετικά και σημαντικά αρνητικά χαρακτηριστικά. Από τη μια πλευρά υπάρχει έμπρακτη συμφωνία ανάμεσα στην πλειονότητα των πολιτικών δυνάμεων για στήριξη του ευρωπαϊκού προγράμματος. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε από το 2010, τόσο η κυβέρνηση αλλά και η πλειονότητα της αντιπολίτευσης στην ουσία συναινούν ότι η έξοδος από την κρίση διέρχεται μέσα από την ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού προγράμματος προσαρμογής. Η πολιτική αβεβαιότητα, η έλλειψη συναίνεσης και η ακραία αντιπαλότητα αποτέλεσαν τον σημαντικότερο ανασχετικό παράγοντα για την ελληνική οικονομία από την αρχή της κρίσης.

Από την άλλη πλευρά, όμως, επιμέρους στοιχεία της οικονομικής πολιτικής δρουν αντίθετα προς μια πορεία ανάπτυξης. Αυτό αφορά στην εφαρμοζόμενη φορολογική πολιτική, τις καθυστερήσεις και την αμφισημία ως προς τις απαραίτητες δομικές αλλαγές που θα προσελκύσουν επενδύσεις, και τη γενικότερη λειτουργία των θεσμών που ακόμη και αν δεν έχουν άμεση σχέση με την οικονομία, διαμορφώνουν το ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτή κινείται, συμπεριλαμβάνοντας την εκπαίδευση, τα μέσα ενημέρωσης και την απονομή δικαιοσύνης. Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ελληνική κρίση δεν προέκυψε αυτόνομα ως κρίση χρέους, αλλά ως αποτέλεσμα βαθιών δομικών ανισορροπιών και στρεβλώσεων. Ειδικότερα, η παραγωγή ήταν σε υπερβολικό βαθμό προσανατολισμένη στην εσωτερική ζήτηση και εξαρτώμενη από τη λειτουργία του κράτους και του δημόσιου τομέα ευρύτερα. Μια τέτοια κρίση λοιπόν δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με (υπερ)φορολόγηση ούτε με προσωρινή στήριξη της εσωτερικής ζήτησης, αλλά με σταδιακή αναδιάταξη των οικονομικών κινήτρων. Από αυτή την άποψη, καταγράφεται διπλός λόγος ανησυχίας καθώς η ελληνική οικονομία γίνεται σταδιακά περισσότερο κλειστή στο εξωτερικό και ταυτόχρονα εξαρτώμενη από το δημόσιο. Όσο και αν αυτό, σε ένα βαθμό, ήταν αποτέλεσμα των ελέγχων κεφαλαίου που επιβλήθηκαν σε συνδυασμό με το δημοψήφισμα πριν από ένα έτος, θα πρέπει να γίνουν αποφασιστικά βήματα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Θα μπορούσε κάποιος για παράδειγμα να μην ανησυχεί για την επίδραση του εξωτερικού τομέα, μια που οι εισαγωγές συρρικνώθηκαν περισσότερο από τις εξαγωγές, όμως αυτή θα ήταν μια μυωπική προσέγγιση, αφού η περιχαράκωση της οικονομίας στα σύνορά της δεν ευνοεί τις προοπτικές ανάπτυξής της στο μέλλον. Ειδικότερα, αν μετρηθεί ο βαθμός που η οικονομία είναι ανοικτή στο εμπόριο (δηλαδή το άθροισμα των εισαγωγών και εξαγωγών ως προς το εθνικό προϊόν), προκύπτει ότι αυτός βαίνει μειούμενος και κυμαίνεται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από ότι σε ανταγωνιστικές ευρωπαϊκές οικονομίες. Ταυτόχρονα, η συνεχής και ενίοτε ακραία, αύξηση των φορολογικών συντελεστών μεταφέρει πόρους και οικονομικές αποφάσεις από τον ιδιωτικό τομέα, και μάλιστα τον πλέον παραγωγικό, στο δημόσιο τομέα. Έτσι το δημόσιο τοποθετείται ώστε στο επόμενο διάστημα να έχει έναν ακόμη πιο κρίσιμο άμεσο ρόλο, όσον αφορά σε αποφάσεις επενδύσεων κεφαλαίου όσο και στη δημιουργία θέσεων εργασίας, από ότι είχε και πριν την κρίση. Συνυπολογίζοντας όλα τα παραπάνω, η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε μια απολύτως κρίσιμη καμπή. Όσο και αν αυτό έχει ξανασυμβεί στο πρόσφατο παρελθόν, οι εξωτερικές εξελίξεις συμπιέζουν ασφυκτικά τον οικονομικό και τον πολιτικό χρόνο και δεν αφήνουν κανένα πρόσθετο περιθώριο. Στα επιμέρους θετικά της κατάστασης, πρέπει κανείς να συνυπολογίσει ότι τα διαθέσιμα ελλείμματα (δημοσιονομικό και εξωτερικού τομέα) βρίσκονται σε εξισορρόπηση, ότι μια σειρά μεταρρυθμίσεων έχει εφαρμοσθεί με επιτυχία αλλά και ότι σε μια συνολική εκτίμηση, οι πολίτες και οι επιχειρήσεις, πάρα τις δυσκολίες, έδειξαν διατεθειμένοι να στηρίξουν την ευρωπαϊκή πορεία της οικονομίας χώρας, αντιλαμβανόμενοι το σχετικό όφελος. Στα αρνητικά της κατάστασης πρέπει να συνυπολογιστούν η συνεχιζόμενη τάση αποεπένδυσης, το βάρος και οι σημαντικές δυσχέρειες από τα μη εξυπηρετούμενα στεγαστικά και κυρίως επιχειρηματικά δάνεια, το έλλειμμα εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα λόγω των εξελίξεων πριν από ένα έτος, έλλειμμα που θα μειωθεί μόνο σταδιακά και σε συνάρτηση με την ευρύτερη ανάπτυξη της οικονομίας και η έλλειψη προσήλωσης της πολιτικής σε ένα φιλικό προς τις επενδύσεις και επιχειρηματικότητα περιβάλλον.

Καθώς λοιπόν η οικονομία δεν έχει την πολυτέλεια να μην τρέξει με θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης ήδη από τώρα αμέσως, πρέπει να υπάρξει έμφαση και επίμονη τόσο στην εφαρμογή όσο και στη μελέτη των απαραίτητων προσαρμογών για να μην υπάρξουν αστοχίες. Το ΕΣΠΑ, το πρόγραμμα Juncker, αλλά ευρωπαϊκά προγράμματα, η μείωση του κόστους χρηματοδότησης των τραπεζών από την ΕΚΤ, σημαντικές αποκρατικοποιήσεις, ακόμη και ενδεχόμενες ευνοϊκές εξελίξεις για το δημόσιο χρέος, αποτελούν πολύ σημαντικά εργαλεία και ενδιάμεσους στόχους, όμως το καθένα από μόνο του δεν διασφαλίζει μηχανικά την ανάπτυξη. Η ουσία πια είναι πως απαιτείται αποφασιστική, έμπρακτη και πέρα από κάθε αμφιβολία στροφή της πολιτικής προς την αξιοπιστία. Ειδικότερα ακόμη, αποτελεί ζητούμενο η δημιουργία σταθερού κλίματος που θα στηρίξει την επιχειρηματικότητα και φυσικά τις μακροχρόνιες επενδύσεις, τόσο σε φυσικό όσο και σε ανθρώπινο κεφάλαιο.

Συνολικά, το ένα έτος που μεσολάβησε ανάμεσα στο Ελληνικό και το Βρετανικό δημοψήφισμα, τον άμεσο κίνδυνο του Grexit και την απόφαση για Brexit, ήταν ιδιαίτερα πυκνό σε μηνύματα και αποτελέσματα. Στην οικονομία, βέβαια, οι προσδοκίες παίζουν καθοριστικό και η έλλειψη κατεύθυνσης και οι παλινδρομήσεις έχουν πολύ υψηλό κόστος. Για τη δική μας οικονομία αυτό σημαίνει ότι πλέον, απαιτούνται ωριμότητα και κρίσιμες αποφάσεις. Περιθώρια περαιτέρω υποβοήθησης από το εξωτερικό θα υπάρξουν μόνο αν υπάρξει πρώτα ξεκάθαρη τοποθέτηση της εσωτερικής οικονομικής πολιτικής και αναπτυξιακή στροφή. Ο χρόνος για αυτή τη στροφή είναι τώρα, καθώς οι πιεστικές εξωτερικές εξελίξεις δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για άλλες αυταπάτες, παρερμηνείες ή καθυστερήσεις. Η έλευση της ανάπτυξης δεν θα γίνει αυτόματα, και δεν είναι αυτονόητη, ενώ η σχετική ευθύνη πλέον μεγαλώνει εκθετικά.

Σχετικά Άρθρα