Μικρομεσαίες επιχειρήσεις: μόλις το 4% των πωλήσεων στην Ελλάδα είναι ηλεκτρονικές

Ενώ  ιδιαίτερα διαδεδομένη η χρήση των κοινωνικών δικτύων

 
Παραγωγικότητα, χρήση ψηφιακών τεχνολογιών και καινοτομία 

Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της Ελληνικής οικονομίας, αντιπροσωπεύοντας το 83% της συνολικής απασχόλησης και το 56,7% της συνολικής προστιθέμενης αξίας το 2020, ποσοστά τα οποία είναι σημαντικά υψηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (65,2% και 53% αντίστοιχα).

Ωστόσο, η παραγωγικότητα των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, η οποία ορίζεται ως η προστιθέμενη αξία ανά εργαζόμενο, στην Ελλάδα (Ευρώ 11.400), υπολείπεται σημαντικά πολλών ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Γερμανία, η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία αλλά και του κοινοτικού μέσου όρου (Ευρώ 40.000). Το γεγονός αυτό συνδέεται, σε σημαντικό βαθμό, με το γεγονός ότι οι ελληνικές ΜμΕ υστερούν σε θέματα ψηφιοποίησης και χρήσης νέων τεχνολογιών. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία του 2019, το ποσοστό των ελληνικών ΜμΕ που πραγματοποιούν ηλεκτρονικές πωλήσεις ανέρχεται σε 10,8%, το οποίο είναι το χαμηλότερο ποσοστό μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27, μαζί με το αντίστοιχο της Βουλγαρίας. Ως εκ τούτου, μόλις το 4% των πωλήσεων των ΜμΕ στην Ελλάδα είναι ηλεκτρονικές, έναντι 10,9% στην ΕΕ-27. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι χώρες με τα μεγαλύτερα ποσοστά ηλεκτρονικών πωλήσεων επί του συνόλου είναι η Ιρλανδία (29%), η Τσεχία (20,9%), η Σουηδία (17,7%) και η Δανία (17,6%). Επιπρόσθετα, μία στις πέντε ΜμΕ χρησιμοποιεί κάποιο λογισμικό (π.χ. σχετικό με την εξυπηρέτηση πελατείας) με το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΕ-27 να ανέρχεται σε 32,4%.

Τέλος, αν και τα ποσοστά των ΜμΕ στην Ελλάδα που χρησιμοποιούν υψηλές τεχνολογίες (π.χ. cloud computing, 3D printing, analysing big data) είναι σε γενικές γραμμές χαμηλότερα σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, η χρήση των κοινωνικών δικτύων σε ό,τι αφορά στην προώθηση των προϊόντων τους, την επικοινωνία με τους πελάτες, την ανάπτυξη συνεργασιών, ακόμα και τη διενέργεια προσλήψεων είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη, με τα αντίστοιχα ποσοστά να υπερβαίνουν σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. για τις αξιολογήσεις των προϊόντων τους από τους πελάτες) τους αντίστοιχους μέσους όρους της ΕΕ-27.

Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, έχει σημειωθεί άνοδος της επιχειρηματικότητας και της καινοτομίας στην Ελλάδα. Σύμφωνα με έρευνα του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης («Βασικοί δείκτες για την καινοτομία στις ελληνικές επιχειρήσεις 2016-2018»), την τριετία 2016-2018, οι καινοτόμες επιχειρήσεις στην Ελλάδα ανήλθαν σε ποσοστό 60,3% του συνόλου των επιχειρήσεων, αυξημένες κατά 2,6 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με την περίοδο 2014-2016. Οι εν λόγω επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται, πρωτίστως, στη βιομηχανία και ειδικότερα στη μεταποίηση (62,9% των επιχειρήσεων), αλλά και στις υπηρεσίες (58,9%), με τα υψηλότερα ποσοστά καινοτόμων επιχειρήσεων του τριτογενούς τομέα να καταγράφονται στους κλάδους της ενημέρωσης και επικοινωνίας (67,1%) και των επαγγελματικών, επιστημονικών και τεχνικών δραστηριοτήτων (66,1%). Σημειώνεται, ωστόσο, ότι το ποσοστό των καινοτόμων επιχειρήσεων συναρτάται με το μέγεθος της επιχείρησης, καθώς για τις μικρές επιχειρήσεις ανήλθε σε 58%, για τις μεσαίες σε 70,4% και για τις μεγάλες σε 87,3%.

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την ετήσια έρευνα του Global Entrepreneurship Monitor, το 2020, το 8,6% των ερωτηθέντων ηλικίας 18-64 ετών ήταν νέοι επιχειρηματίες, ή ιδιοκτήτες-διαχειριστές νεοσύστατων επιχειρήσεων, ενώ η ίδια αναλογία το 2010 ήταν μόλις 5,5%. Ο τελευταίος δείκτης αντανακλά την άνοδο της επιχειρηματικότητας αρχικών σταδίων (early stage entrepreneurial activity) στη χώρα μας. Επιπλέον, όπως αναφέρει πρόσφατη μελέτη της «διαΝΕΟσις» για τις νεοφυείς (startup) επιχειρήσεις στην Ελλάδα, η πλειονότητά τους (93%) δημιουργήθηκε την περίοδο 2013-2020, με το 20% αυτών να έχουν ιδρυθεί το 2018. Οι κλάδοι στους οποίους δραστηριοποιούνται οι περισσότερες νεοφυείς επιχειρήσεις είναι ο τουρισμός, η πληροφορική και οι επικοινωνίες (ΤΠΕ), ο αγροδιατροφικός τομέας και οι επιστήμες ζωής και υγείας. Το 69% των startups στην Ελλάδα είναι πολύ μικρές επιχειρήσεις και το 27% μικρές (στοιχεία Ε.Ε., Δεκέμβριος 2020).

 
Η πανδημία ως καταλύτης για την ψηφιοποίηση και το Ταμείο Ανάκαμψης 

Παράλληλα, η πανδημική κρίση είχε σημαντικές επιπτώσεις για τις ΜμΕ στην Ελλάδα τόσο άμεσες, όσο και έμμεσες. Σε ό,τι αφορά στις άμεσες επιδράσεις, αυτές ήταν κυρίως αρνητικές, με το 71% των επιχειρήσεων -βάσει έρευνας που διεξήχθη, την περίοδο Οκτωβρίου-Νοεμβρίου του 2020, στο πλαίσιο της μελέτης της Ε.Ε.- να αναφέρει ότι μειώθηκαν οι πωλήσεις τους. Η ΑΠΑ των ΜμΕ στη χώρα μας υποχώρησε κατά το 1/5 σχεδόν, το 2020, σε σύγκριση με το 2019. Το ποσοστό αυτό ήταν το υψηλότερο μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27, όπου ο μέσος όρος διαμορφώθηκε στο -7,6%.

Αναφορικά με την παραγωγικότητα των ελληνικών ΜμΕ, αυτή δέχτηκε σημαντικό πλήγμα, το 2020 (-18,6%). Το 2021, ο αρνητικός αντίκτυπος της πανδημίας αμβλύνθηκε και τα ανωτέρω μεγέθη ανέκαμψαν, χωρίς, ωστόσο, να καλυφθούν οι απώλειες της προηγούμενης χρονιάς (με εξαίρεση την απασχόληση). Πιο αναλυτικά, η Ε.Ε. εκτιμά ότι η ΑΠΑ των ΜμΕ αυξήθηκε κατά 14,1% και διαμορφώθηκε στο 91,6% της ΑΠΑ του 2019, ενώ ο αριθμός των απασχολούμενων σε ΜμΕ αυξήθηκε σημαντικά, κατά 10,6%, υπερβαίνοντας το αντίστοιχο επίπεδο του 2019, κατά 9%. Ως εκ τούτου, η παραγωγικότητα της εργασίας υπολογίζεται ότι κατέγραψε άνοδο κατά 3,2%, το 2021, σε ετήσια βάση.

Η πανδημική κρίση, όμως, πέραν από τις προαναφερθείσες, είχε επίσης έμμεσες θετικές επιδράσεις, πρωτίστως, όσον αφορά στην ψηφιακή μετάβαση. Το 53% των ελληνικών ΜμΕ δήλωσε ότι η πανδημία άλλαξε τον βαθμό στον οποίο χρησιμοποιεί την τεχνολογία, ενώ το 65% ότι σκοπεύει να ενσωματώσει ψηφιακές τεχνολογίες στη λειτουργία του στο μέλλον. Και τα δύο ποσοστά ήταν τα υψηλότερα που καταγράφηκαν στο πλαίσιο της έρευνας της Ε.Ε., στην οποία συμμετείχαν επιχειρήσεις από άλλες 8 ευρωπαϊκές χώρες.

Πηγή: Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank

Σχετικά Άρθρα